Η εκπλήρωση του όρκου

186 22 30
  • Αφιερωμένο στον/ην apricate_
                                    

Τον Νοέμβρη του αυτού έτους 970, προετοιμαζόμενος ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής για την εκστρατεία του κατά των Ρώσων, αποφάσισε να νυμφευτεί τη Θεοδώρα, την έγκλειστη στο μοναστήρι δευτερότοκη κόρη του Κωνσταντίνου και αδελφή του Ρωμανού. Του το υπαγόρευσε η Σύγκλητος και ο πρόεδρός της και παρακοιμώμενός του Βασίλειος Λεκαπηνός, για να νομιμοποιήσει τη σχέση του με τη δυναστεία, καθότι η άνοδός του στον θρόνο συνοδεύτηκε από μια τόσο στυγερή δολοφονία, και να ικανοποιήσει περαιτέρω και το αίσθημα του λαού του.

«Λάβε γυναίκα σου, δέσποτα, την εκ πατρός τους θεία των συμβασιλέων, ήτις ήτο γνωστή για την αρετή της, κι ας μην έχει βέβαια τώρα πια τη νεότητα και το κάλλος, και λίαν συντόμως μάλιστα» του είπανε. «Σε συμφέρει απολύτως, θα το διαπιστώσεις και μόνος σου, εάν το σκεφτείς ολίγον...»

Όπως και στην εκδίωξη της Θεοφανούς, έτσι κι εδώ, στο ζήτημα του γάμου του με τη Θεοδώρα που του πρότειναν οι σύμβουλοί του, δεν το συλλογίστηκε επί μακρόν ο Ιωάννης, κι ας μην έτρεφε κανένα συναίσθημα για την τριαντατετράχρονη πια πριγκίπισσα, τη γεροντοκόρη και καλόγρια, και μια και δυο έστειλε ανθρώπους του στα Πριγκιπόννησα, στο μοναστήρι όπου πληροφορήθηκε ότι μόναζε μαζί με τις αδελφές της, να της αναγγείλουνε το νέο. Δεν πίστευε στα μάτια της και στα αυτιά της εκείνη, βλέποντας τους απεσταλμένους να έρχονται και να διαβάζουν την απόφασή του· νόμισε η καψερή ότι της χαριζόταν ο Παράδεισος, που ο άντρας τον οποίο πόθησε κρυφά και την περιφρόνησε και έκλαψε για χάρη του στα πρώτα νιάτα της, βουλόταν τώρα ως βασιλιάς πλέον να την κάνει συνευνή του, ανέθαλε ξάφνου η καρδιά της η μαραζωμένη και έγινε θαρρείς ολόκληρη ξανά κοπέλα είκοσι χρονώ... Στιγμή δεν της πέρασε απ' το νου ότι όλο αυτό γινόταν για την πολιτική ανάγκη και το συμφέρον του ίδιου του εαυτού του, εκείνοι ήξερε μόνο ότι ο πόθος της ο τρανός, που τόσα χρόνια και τόσα βάσανα τον είχανε κοιμίσει και αποσβέσει σχεδόν από μέσα της, εκπληρωνότανε τώρα με τον πιο απροσδόκητο τρόπο, κι η ύπαρξή της όλη γροικούσε χαρά και αγαλλίαση λυσιμελή, που της τρέμιζε τα γόνατα και τη λίγωνε, σαν να ήταν αγνό παρθένο κοριτσόπουλο, κι ας είχε αποκλειστικά και μόνο την παρθενία από αυτόν τον συνδυασμό η δόλια η Θεοδώρα, μόλο που δεν την είχε μαράνει ολωσδιόλου η ζωή στο μοναστικό κελί, για καλή της τύχη. Δίπλα της εξίσου έκπληκτες έστεκαν η Άννα κι η Αγάθη, με τα στόματα μισάνοιχτα και άλαλα, και τα μάτια βουρκωμένα από δάκρυα χαράς, είκοσι οκτώ ετών η μία, είκοσι έξι η άλλη, ακούγοντας ότι ο Τσιμισκής ανακαλούσε κι εκείνες τους στο Παλάτι, και συγκινημένες διπλά που η αδελφή τους θα γινότανε αυγούστα.

Αυγούστα Θεοφανώ, η Λάκαινα #historicalfiction2020 #TYS2020Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα