"Νικηφόρον καλλίνικον, Νικηφόρον βασιλέα..."

203 22 57
  • Αφιερωμένο στον/ην HappyCia
                                    

Έφυγε ο δομέστικος Νικηφόρος Φωκάς κάποτε απ' το Παλάτι, όμως η συνομιλία του η κρυφή με την αυγούστα Θεοφανώ παρέμενε γαντζωμένη στο μυαλό του, τα αυτιά του αντηχούσανε ακόμα την κάθε λέξη της, και τα μάτια του φέρνανε μπροστά τους αδιάλειπτα τη μορφή της. Την είχε ακούσει να του μιλά, χωρίς καθόλου να τη διακόψει, για τους φόβους της, για τον Βρίγγα που τον αντιπαθούσε από την πρώτη στιγμή και που τώρα τον έτρεμε κιόλας, τι μπορούσε ύπουλο να πράξει ενάντια στην ίδια και τα αγόρια της, και κυμάτιζε η γλυκιά φωνή της με αγωνία, κι έσφιγγε μηχανικά στον κόρφο της τον μαρμαρένιο την παιδούλα της που ήτανε στα σπάργανα... Κι η ομολογία της έκανε και τον ίδιο τον στρατηγό να θορυβηθεί, χώρια που έτρεφε κι αυτός παρόμοια έχθρα για τον ευνούχο παρακοιμώμενο.

«Πρέπει κάπως να δράσω... Να εξασφαλίσω ότι οι μικροί βασιλείς και η μητέρα τους, με τους οποίους δεσμός άρρηκτος με συνδέει πνευματικός, και αυτή η αρτιγέννητη αδελφή τους ακόμα, δε θα μείνουν έρμαιο στα χέρια του αφερέγγυου αυτού υποκειμένου...» συλλογιζόταν, πασπατεύοντας νευρικά τη μαύρη πυκνή γενειάδα του που αραίωνε στο πιγούνι, και το χρέος που του υπαγόρευε η βαθιά ιπποτική αγάπη προς τη Θεοφανώ και η πατρική του σχεδόν έγνοια για τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο δεν τον άφηναν να κλείσει μάτι εκείνη τη νύχτα, μες το οίκημα που του είχαν παραχωρήσει προσωρινά κοντά στο ανάκτορο. Τέλεσε ωστόσο θρίαμβο ξανά στον Ιππόδρομο με τα λάφυρα που συγκέντρωσε, κατατροπώνοντας τους Άραβες, γέμισε τα δημόσια ταμεία με τον πλούτο αυτόν και ετοιμαζόταν να αποσυρθεί για να σκεφτεί το επόμενο βήμα του, όταν μια επιστολή του Βρίγγα που τον καλούσε εκ νέου στο Παλάτι, δήθεν προς μια κίνηση συμφιλίωσης, άλλαξε τα σχέδιά του. Πονηρεύτηκε αμέσως ο Νικηφόρος, δεν ήταν άλλωστε κουτός διόλου και ήξερε να βολιδοσκοπεί τους ανθρώπους, και δεν υπήρχε περίπτωση ο Εβραίος να μετέβαλε τόσο ξαφνικά τη γνώμη και να ήθελε πράγματι να συνδιαλλαγεί μαζί του. Μάλλον να τον βλάψει είχε σκοπό, και συναισθανόμενος ο τροπαιούχος την απειλή μηχανεύτηκε κάτι ευφυέστατο, που θα έριχνε μια και καλή στάχτη στα μάτια του πανούργου Ιωσήφ, όπερ και εγένετο. Πήγε στο μέγαρό του απρόσκλητος, συνοδεία ενός υπασπιστή του, την ώρα του γεύματος, και ζήτησε να δει τον παρακοιμώμενο. Σηκώθηκε ο Βρίγγας καχύποπτος και ξιπασμένος από την τράπεζα, σαν να τον κέντρισε σφήκα, ενοχλημένος από πάνω που του χάλαγαν και το γεύμα, και υποδέχτηκε τον Νικηφόρο σαν να αντίκριζε το χειρότερο μίασμα, έτοιμος να τον αποπέμψει χωρίς μισή κουβέντα. Δεν πτοήθηκε όμως ο εξολοθρευτής των Αράβων μπροστά του, αντίθετα τον πήρε παράμερα με θάρρος και με τέχνη πειστική του είπε:

Αυγούστα Θεοφανώ, η Λάκαινα #historicalfiction2020 #TYS2020Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα