"Καλώς ήλθες, θεοεπίλεκτε αυγούστα!" (α' μέρος)

408 46 167
                                    

Ο χρόνος κυλούσε πάντα ο ίδιος στο ταπεινό πανδοχοκαπηλείο της Σπάρτης για τον Κρατερό και τη θυγατέρα του. Ωστόσο, κάτι είχε αλλάξει στην ψυχή μέσα της Αναστασώς, απ' τη στιγμή που γνώρισε κείνη τη νύχτα του Αυγούστου το όμορφο παλικάρι, τον Ρωμανό τον κυνηγό. Όποτε τύχαινε να τον θυμηθεί, αφαιρούνταν, παράλυση την έπιανε σε σώμα και καρδιά, και στέναζε κρυφά χωρίς να το ελέγχει βαθιά μέσα από τα αμάλαγα στήθη της. Τον είχε αποπάρει, ναι, όταν της ζήτησε φίλημα μιας βραδιάς (και σάμπως γιατί να ενέδιδε; Μια θεία της που τη νοιαζόταν της είχε πει να φυλάει ως κόρη οφθαλμού την παρθενιά της, μέσα σε τόσους άντρες που άθελά της την τριγύριζαν...), μα ήταν τόσο γοητευτικός ο Ρωμανός, ανάθεμά τον, φορές ξυπνούσε η αίσθηση από τ' άγγιγμά του στο κορμί της κι ανατρίχιαζε και πάλι... Πόσο θα 'θελε, στα αλήθεια, να γινόταν να την κάνει εκείνος μόνο συνευνή του και κανένας άλλος, ούτε χωριάτης - «χτύπα ξύλο!» - μήτε όμως κι άρχοντας άλλος ξένος...

«Μα τι ανοησίες κάθομαι και σκέφτομαι» συλλογιόταν μετά πικραμένη. «Όχι γυναίκα του δεν πρόκειται να με κάνει, μα ούτε που θα με θυμάται τώρα πια... Να περάσει μαζί μου τη βραδιά ήθελε, κι αφού του είπα πως δε θα του δοθώ έτσι, λάκισε... Ας πάει όμως, δε θα κλάψω κιόλας για χάρη του! Είσαι υπεράνω ανδρών εσύ, Αναστασία, μια πραγματική Λάκαινα!» κατέληγε, με αγέρωχη εφηβική θηλυκή αξιοπρέπεια που ένιωθε ότι ανταποκρινόταν στην περηφάνια των αρχαίων γυναικών του τόπου της, χωρίς βέβαια να έχει την παραμικρή ιδέα τι κλήρο της επεφύλασσε η Λάχεσις, ότι σύντομα θα ηχούσανε για αυτή τα σήμαντρα του γάμου...

Εκείνη η μέρα ήταν βροχερή, και ο Κρατερός δεν περίμενε να διαβαίνει κανείς τις στράτες και να αναζητήσει σκέπη στο χάνι του. Για αυτό ξαφνιάστηκε έντονα, όταν είδε στην πόρτα του μια ομάδα ανδρών, κάποιοι νεώτεροι, κάποιοι γηραιότεροι, που μοιάζανε να έρχονται από μακριά, γιατί ποτέ του δεν τους είχε ματαδεί.

«Μα τι απαίσιος καιρός είναι αυτός!» σχολίασε ένας τους, αναρρίχνοντας στους ώμους τη βρεγμένη κουκούλα της κάπας του. «Ευτυχώς που βρέθηκε το πανδοχείο σου, καλέ άνθρωπε! Του λόγου σου είσαι ο Κρατερός, όπως μας είπαν οι συντοπίτες σου;» συνέχισε, απευθυνόμενος στον κάπελα.

«Εγώ, δεσπότες μου» αποκρίθηκε ο Κρατερός, και βλέποντάς τους φανταχτερά ντυμένους κάτω από τα πανωφόρια, πήρε το θάρρος να ρωτήσει: «Και εσείς, άραγε, πούθε έρχεστε και ποιος είν' ο ορισμός σας;»

Αυγούστα Θεοφανώ, η Λάκαινα #historicalfiction2020 #TYS2020Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα