Βασίλειος ο πορφυρογέννητος

352 31 118
                                    

Άνοιξη γλυκιά έραινε πλέον τη Βασιλεύουσα, μ' όλο της το φως και όλα της τα μύρα. Αύξαινε και τρανωνότανε η μέρα, κι η νύχτα υποχωρούσε, λείβοταν, καθώς «ο τα πάντα καλώς δημιουργήσας» Θεός κανόνιζε. Και το νεαρό πριγκιπικό αντρόγυνο, ο Ρωμανός κι η Θεοφανώ, ήταν πιο ερωτευμένο από ποτέ. Χωρίς καμιά μέριμνα για τη μελλοντική του θέση να σκοτίζει το νου του, ο δεκαοκτάχρονος μοναχογιός του βασιλιά Κωνσταντίνου γέμιζε δώρα τη λατρεμένη του γυναίκα, διαλέγοντας απ' ο, τι καλύτερο έμπαινε στο Παλάτι, και περνούσε πάνω από τις μισές ώρες της ημέρας αντάμα της στο δώμα τους, να χαίρεται τα φιλιά, την αγκαλιά και τη γλυκιά λαλιά της. Μα κι η μικρή Λάκαινα ρουφούσε αχόρταγα τον έρωτα του άντρα της, μ' όλους τους πόρους του δεκαεξάχρονου κορμιού της ανοιχτούς, κι όταν έσμιγαν και τον κρατούσε τυλιγμένο μες στα χέρια της, ένιωθε κάπου μέσα της σαν να 'τανε δική της σάρκα πια αυτό το γερό παλικαρίσιο σώμα, που τόσους πόθους κοριτσιών είχε ξεσηκώσει χωστά να το περιλαμπάνουν, νύφες δικές του και Αυγούστες εστεμμένες...

«Καλή μου, έλα να σου δείξω τη Μαγναύρα με τα θαύματά της» της είπε εκείνο το πρωί, και την πήρε από το χέρι για να πάνε στο μέγαρο της υποδοχής των ξένων πρέσβεων.

«Θα μας αφήσουνε να μπούμε;» απόρησε η Θεοφανώ.

«Μην ανησυχείς, άλλωστε εγώ είμαι ο γιος του αυτοκράτορα και συμβασιλέας. Θα δώσω κάτι στον φρουρό αν χρειαστεί...»

«Σωστά!» έγνεψε καταφατικά η κοπέλα χαμογελώντας του. Με τα πολλά, έφτασαν σ' ένα όμορφο κηπάκι, υπόστυλο, το αναδενδράδιο όπως το λέγανε, ανέβηκαν μερικά σκαλιά και βρέθηκαν στην είσοδο, μπροστά σε μια τεράστια πόρτα με κάσα και παραστάδες από μάρμαρο. Ο Ρωμανός αντάλλαξε δυο κουβέντες με τον φρουρό που δεν έφτασαν στα αυτιά της Θεοφανώς, του ενεχείρισε ένα πουγκί δερμάτινο κι ο μεγαλόσωμος άντρας, μ' ένα μειδίαμα ικανοποίησης, παραμέρισε, υποκλίθηκε στον πρίγκιπα και αφού του υποσχέθηκε να κάνει τα στραβά μάτια τους άφησε μόνους. Η Θεοφανώ σκαρδάμυξε έντονα με το που βρέθηκε στην αίθουσα, θαμπωμένη. Τεράστιοι μαλαματένιοι και κρυστάλλινοι πολυέλαιοι κρέμονταν από την οροφή της, πελώριες υδραύλεις με τις σωλήνες τους σαν κορμούς λεπτών δέντρων, και κάτι ψεύτικα αργυρά δένδρα ακόμα, με σμήνος πουλιά απάνω τους που λες κι ήταν έτοιμα να κελαηδήσουνε στα αλήθεια, ή να ανοίξουνε τα φτερά τους και να πετάξουν μακριά. Μα αυτό που την ξάφνιασε πιότερο ήταν οι λιόντες οι χρυσοί, με τις χαίτες τους τις σγουρές και τα στόματα που έχασκαν, σ' έναν άφωνο θαρρείς βρυχηθμό.

Αυγούστα Θεοφανώ, η Λάκαινα #historicalfiction2020 #TYS2020Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα