Ελ Νικφούρ*

225 24 107
                                    

Μπορεί ο Νικηφόρος να 'ταν άγαρμπος και μπουνταλάς στα θέματα της κλίνης κι η Θεοφανώ να πέρασε έναν εφιάλτη την πρώτη νύχτα του γάμου τους, η αγάπη του όμως για κείνην και ο έρωτάς του ο γεροντικός ήταν και παρέμεναν αληθινά κι ευγενικά. Και με τη δύναμη αυτών των αισθημάτων του, αμέσως μετά τη σύζευξή τους, της δώρισε άφθονα φορέματα και κοσμήματα, και εκτός αυτού διάλεξε από τα κτήματα της οικογένειάς του στην Καππαδοκία και της χάρισε τα πιο εύφορα και εύκαρπα και εύχυμα στο λατρευτό του όνομά της. Δεν αρκούσαν, ούτε εδύναντο βέβαια, σε καμιά περίπτωση τα υλικά αγαθά για να κάνουν τη νεαρή αυγούστα να αγαπήσει ξαφνικά τον δεύτερο και αναγκαστικό της σύζυγο, ωστόσο προσπάθησε να δείχνει ευγνώμων και να μην τον κακοκαρδίζει, γιατί εκτός από τα χρόνια του και τη μορφή του, τίποτα άλλο στραβό δεν του έβρισκε. Φρόντιζε όμως να αποφεύγει επιμελώς κάθε πιθανότητα δεύτερης απεχθούς συνεύρεσης, όπως ο διάβολος το λιβάνι, αφού έτσι κι αλλιώς η λευκότητα του γάμου είχε μια φορά ακυρωθεί, και ξεφυσούσε με ανακούφιση, οσάκις, μπαίνοντας στο κουβούκλι της, έβρισκε τον Νικηφόρο βαθιά αποκοιμισμένο να ρέγχει, κι αναστέναζε μαζί πικρά, προτού σβήσει το λυχνάρι της...

Ο αυτοκράτορας πλέον στρατηγός διαχείμασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου, σαν να 'χε λησμονήσει μεμιάς όλη του την πρότερη ασκητικότητα και εγκράτεια, διοργάνωνε δείπνους και συμπόσια και παρακολουθούσε θεάματα στον Ιππόδρομο, χωρίς ωστόσο διόλου να παραμελεί να προπονείται σκληρά και συστηματικά για τα έργα του πολέμου. Και όταν πια ο χειμώνας άρχιζε να υποχωρεί για τα καλά, δίνοντας τη θέση του για άλλη μια χρονιά στην άνοιξη, του σωτηρίου έτους 964, ο Νικηφόρος έκρινε πως ήταν ώρα να εκστρατεύσει κατά των Αράβων της Κιλικίας, οργανώνοντας παράλληλα και ναυτική επιδρομή απέναντι στους ομοεθνείς τους στη Σικελία, την αρχηγία των δυνάμεων της οποίας θα ανέθετε στον ανιψιό του τον Μανουήλ, νόθο γιο του Λέοντα Φωκά, και τον δρουγγάριο του στόλου πατρίκιο Νικήτα. Θέλησε ο δομέστικος να τον συντροφεύσει και η Θεοφανώ σε αυτή την επιχείρηση, και όταν εκείνη το άκουσε από το στόμα του, κάθε άλλο παρά χάρηκε:

«Βασιλιά, τι λες; Πώς να αφήσω εγώ, γυναίκα, μάνα και αυτοκράτειρα, το Παλάτι και την Πόλη και να σε συνοδεύω στις λυκοποριές και τις πεδιάδες της Ασίας; Έχω μικρά παιδιά, και όλοι οι υπηρέτες του οίκου μας από τις εντολές μου κρέμονται...»

«Θα σου επιτρέψω να πάρεις τα τέκνα σου μαζί σου, αυγούστα, τα οποία κι εγώ το ξέρεις πολύ καλά ότι αγαπώ και νοιάζομαι... Και τους υιούς σου, και τη θυγατέρα σου, και όσους πιστούς δούλους και δούλες θες κοντά σου να σε θεραπεύουν, και για τη διαχείριση του οίκου μη σκοτίζεσαι...»

Αυγούστα Θεοφανώ, η Λάκαινα #historicalfiction2020 #TYS2020Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα