Το ξύπνημα της λύκαινας

343 29 251
  • Αφιερωμένο στον/ην ElliPam91
                                    

Πάνω σε μια ξερή κοτρώνα, στο χώρο του στρατοπέδου του στην Καππαδοκία, καθόταν ο στρατηγός της Ανατολής Νικηφόρος Φωκάς, τυλιγμένος στον τρίχινο ρασομανδύα του καλογέρου από μητρός θείου του, του Μιχαήλ Μαλεϊνού, κάτω απ' τη στρατιωτική περιβολή του, και το μελαμψό του μούτρο, το γεμάτο άγρια και πυκνή γενειάδα, έδειχνε μαζί συλλογισμένο κι αφηρημένο, και όπως κύρτωνε το βραχύ του σώμα, φαινόταν τόσο ασκητικότερος απ' ό τι ήδη ήταν, που έλεγες πως ένας άγιος πολίτης της ερήμου είχε καταφτάσει επανενσαρκωμένος για να ευλογήσει το στράτευμα, που γυμναζόταν εμπρός του μερικά μέτρα. Αλλά οι σκέψεις του σπουδαίου άντρα μόνο ασκητικές δεν ήταν τούτη τη στιγμή· τουναντίον, το μυαλό του γύριζε και ξαναγύριζε σε όσα έζησε βδομάδες μόλις πριν στη Βασιλεύουσα, και μια από αυτές τις θύμησες τον πείραζε ανελέητα...

Μεγάλη τιμή το θεώρησε να γίνει ανάδοχος του πριγκιπόπουλου, του Βασιλείου. Από την πρώτη στιγμή που το είδε στην τελετή της κουράς του*, ξύπνησε μέσα του το πατρικό το αίσθημα, που χρόνια τώρα το είχε στερηθεί και με τόσο βίαιο τρόπο... Ναι, είχε λάβει κι αυτός γυναίκα, σαν ήταν στην ακμή του άρρενος, την καλή του Στεφανώ, μια νέα όχι εκθαμβωτικά όμορφη, μα πλούσια σε χαρίσματα ψυχής, σε νοικοκυροσύνη, σεμνότητα και θεοσέβεια, που την αγάπησε βαθιά ο Νικηφόρος. Πλούτισε κι ο γάμος τους με τον μοναδικό υγιό τους, τον Βάρδα, που έγινε ένα μελαχρινό αγόρι γλυκό, αθλητικό και ευπροσήγορο, καμάρι των γονιών του και του συνονόματου παππού του. Η Μοίρα όμως σύντομο τεφτέρι είχε γραμμένο για το καλό παιδί: παίζοντας κάποτε καβαλάρηδες με τον ξάδελφό του τον Πλεύση, χνουδιασμένα παλικαράκια, του δεύτερου του ξέφυγε από το χέρι το ακόντιο, και άθελά του λάβωσε στο μάτι τον γιο του Νικηφόρου. Τρόμαξε με το συμβάν εκείνος, κι έκανε το μοιραίο λάθος να αφήσει το κοντάρι από τη χούφτα του, που ήρθε και ξέσκισε μεμιάς το κρανίο του μικρού Βάρδα, τον γκρέμισε καταγής και ξερίζωσε επιτόπου τη ζωή από τα άτριχα ακόμα στήθια του, ενώ ο ξάδελφός του ούρλιαζε με απελπισία το όνομά του κρατώντας τον αγκαλιά. Θρήνους και κοπετούς γέμισε το σπίτι των Φωκάδων, κι η Στεφανώ η άμοιρη δεν άντεξε τον χαμό του μοναχογιού της. Αρρώστησε απ' τη λύπη, κι η καρδιά της η ματωμένη έσβησε στο συζυγικό κρεβάτι, με τον Νικηφόρο να της κρατά απαρηγόρητος το χέρι και να κλαίει, χωρίς ντροπή για το φύλο και το αξίωμά του. Κι αφού έθαψε γυναίκα και παιδί, ορκίστηκε στον εαυτό του αγνότητα στο εξής ο δομέστικος, και πάντα αμφιταλαντευόταν μεταξύ του να μείνει υπηρέτης του στρατού της αυτοκρατορίας ή να καρεί μοναχός και να δουλέψει του φοβερού Θεού των πατέρων του, που με τη δίκαια κρίση Του, την οποία ποτέ δε θα αμφισβητούσε, ο ευλαβής, το είχε αφήσει χήρο και άκληρο στον πρόσκαιρο τούτον κόσμο το οστράκινο σκεύος του - είχε εξάλλου απαρνηθεί και την κρεοφαγία. Μα τώρα...

Αυγούστα Θεοφανώ, η Λάκαινα #historicalfiction2020 #TYS2020Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα