Κεφάλαιο 1

85K 3.6K 721
                                    

Η καθηγήτρια φορώντας το αυστηρό μπεζ ταγέρ της διέσχιζε το αμφιθέατρο. Έκανε ανάγνωση τις σημειώσεις της για το σημερινό μάθημα τόσο γρήγορα που δεν προλάβαινε ζωντανός άνθρωπος στη γη να σημειώσει όσα έβγαιναν από το στόμα-μοτέρ της. Και κατάρα να μας έριχνε, σίγουρα θα έπρεπε να τη πει πιο αργά για να πιάσει.
«Άντε, θα το χάσω!» μουρμούριζα μέσα από τα δόντια μου. Το πόδι μου έπαιζε νευρικά κάτω από το θρανίο. Όταν επιτέλους τελείωσε πετάχτηκα από τη καρέκλα σαν ελατήριο. Μάζεψα όσο πιο γρήγορα μπορούσα τα πράγματα μου και ξεχύθηκα στους φθαρμένους λευκούς διαδρόμους του πανεπιστημίου προσπερνώντας όποιον έβρισκα μπροστά μου. Η ανυπομονησία μου ήταν μεγάλη, έπρεπε να προλάβω...

Το σουφλέ σοκολάτας που είχε το κυλικείο για σήμερα!
Το πανεπιστήμιο μπορεί να είχε τα μαύρα του τα χάλια και να με απογοητεύει μέρα με τη μέρα με την οργάνωση του, αλλά το κυλικείο ποτέ! Το κυλικείο ξεχώριζε, ήταν φτιαγμένο με αγάπη και μεράκι, έφερνε ολόκληρο μενού για όλες τις προτιμήσεις, δεν ξέρω γιατί αυτό κατάφερε να ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο βούρκο της πανεπιστημιούπολης αλλά σίγουρα με έβαλε κάτω από τις φτερούγες του. Το safe place μου σε αυτό το κόσμο.

Έσκιζα τους ανέμους για να φτάσω στο πολυπόθητο βραβείο μου για σήμερα. Στάθηκα στην ουρά και περίμενα ανυπόμονη, έτρεχαν τα σαλάκια μου στις άκρες των χειλιών μου, όσο σκεφτόμουν τη ρευστή σοκολάτα να ρέει στο πιάτο και ύστερα στο στομάχι μου.

«Ένα σουφλέ σοκολάτας παρακαλώ!Α! Και ένα μπουκάλι νερό!» είπα χαμογελαστή στην κυρία που στεκόταν πίσω απο το πάγκο. Όταν μου παρέδωσε το πολυπόθητο, σαν άλλος άγγελος από τον ούρανο το κράτησα σφικτά στα χέρια μου. Εντάξει, μόνο φιλάκι που δεν του έδωσα μες στο κόσμο, αλλά αυτό δεν έχει σημασία.

Με το αετήσιο μάτι μου ανακάλυψα ένα τελευταίο τραπέζι να με περιμένει στην γωνία, ήμουν σίγουρη ότι είχε φωτεινές ταμπέλες με βέλη να με φωνάζουν κοντά του. Προσπέρασα τα υπόλοιπα τραπέζια με ελιγμούς αίλουρου , ευτυχώς δεν έχω φίλους να με σταματάνε για να με χαιρετήσουν.

Ήμουν εγώ και το μωράκι μου. Τα δυο μας και όλοι οι άλλοι.

Άφησα το σουφλέ προσεχτικά πάνω στο τραπέζι και έκατσα επιτέλους στην καρέκλα. Σήκωσα τα μανίκια και ετοίμασα το κουταλάκι μου. Στο μυαλό μου ήδη ηχούσαν κουδουνάκια και καμπανούλες αγαλλίασης. Ένα χαμηλόφωνο «αλληλούια» ξέφυγε απο τα χείλη μου. Το κουταλάκι όλο και πλησίαζε. Ήρθε η στγμή να γίνει το μοιραίο, όλα ήταν υπολογισμένα με μαθηματική ακρίβεια, κανείς και τίποτα δεν μας χώριζε.

Επικίνδυνα Σε Θέλω Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα