Κεφάλαιο 3

41.8K 2.9K 251
                                    

Το μάθημα είχε τελεώσει. Είδα την οθόνη του κινητού μου ανάβει, καθώς έβαζα τα βιβλία μου πίσω στη τσάντα.

«Τρεις καφέδες και γρήγορα στην πύλη του πανεπιστήμιου.» διάβασα με ορθάνοιχτα μάτια. Από που να ξεκινήσω να σχολιάζω; Από το θράσος του; Την αγένεια του; Το ότι πιστεύει ότι θα τρέξω κι όλας να του φέρω καφέ, για να μη φάω ξύλο, επειδή κατά λάθος τον πιτσίλισα; Πως κάνει έτσι για λίγο νερό, από ζάχαρη είναι; (Δεν είναι σίγουρα από ζάχαρη αυτό το γομάρι.)

Είχα τους καφέδες στα χέρια μου όταν τους είδα όντως να με περίμενουν στη πύλη της σχολής.

«Ορίστε. Δύο ευρώ ο καθένας.» Άπλωσα τη παλάμη μου περιμένωντας να μου δώσουν το αντίστοιχο ποσό. Ο Μάρκος δοκίμασε από τον καφέ που έφερα και πήρε μια γκριμάτσα αηδίας.

«Δεν μ' αρέσει. Να πας να φέρεις άλλον.»

«Εγώ λέω να πάρεις τα πόδια σου και να πας να πάρεις ό,τι θες.»

«Πήγαινε να φέρεις άλλους.» Είδα τους φίλους του δίπλα να πνίγουν τα γέλια τους, προφανώς και το διασκέδαζαν που με είχε κάνει πατίνι πέρα δώθε. Κρατιόμουν να μη τους βρίσω, αν χάσω τη ψυχραιμία μου, δεν ξέρω που θα καταλήξουμε. Το ένστικτο της επιβίωσης μου με ειδοποίησε να βρω τρόπο να τη γλιτώσω.

«Δεν προλαβαίνω να φέρω άλλους θα χάσω το λεωφορείο. Λυπάμαι πολύ πρέπει να φύγω.»

"Δεν με νοιάζει. Πήγαινε. Αλλιώς..." έσφιξε τις γροθιές του για να με απειλήσει. Τα μάγουλα μου είχαν κοκκινήσει από το θυμό, από τα αυτιά μου έβγαιναν καπνοί, έσφιξα και εγώ τη γροθιά μου για να μην τον λούσω με τον καφέ. Ο Πέτρος με τον Νίκο, κοιτούσαν μια αυτόν μια εμένα, περιμένοντας την επόμενη σκηνή. Τα ποπ κορν τους έλειπαν.

«Μόνο και χάσω το λεωφορείο!» άρπαξα τους καφέδες από τα χέρια όλων και έφυγα έξαλλη βρίζοντας τους πάντες και τα πάντα για τη ρημάδα την τύχη μου.

1 ώρα αργότερα.

«Τον μισώ! Τον μισώ, τον μισώ.» Κοπανιόμουν στη στάση του λεωφορείου, τραβόντας τα μαλλιά μου. Όχι μόνο έχασα εξαιτίας του το λεωφορείο, σήμερα είχαν απεργία και τα ταξί. Δεν μου έφταναν όλα αυτά τώρα θα ξημεροβραδιαστώ στη στάση μες στη μέση του πουθενά να με φάνε οι λύκοι. Όταν τον συναντήσω θα του σπάσω το κεφάλι και ας με δείρει, δεν με νοιάζει.
«Παναγία μου, βοήθησε με!» φώναξα και σήκωσα τα χέρια μου απελπισμένη στον αέρα. Ξαφνικά, είδα να με πλησιάζει ένα αμάξι που είχα ξανά δει στο Πανεπιστήμιο.
«Μη μου πεις...» ψέλλισα. Κοιτούσα με γουρλωμένα μάτια, να σταματάει το αμάξι μπροστά μου και να κατεβάζει ο οδηγός το παράθυρο του.

«Ε! Κοπελιά στο πανεπιστήμιο μου δεν πας; Είμαστε μαζί στο ίδιο μάθημα νομίζω!»
Ω σαν άγγελος εμφανίστηκε ο Χρήστος με το λευκό του άλογο, στη περίπτωση μας, Audi, με το αστραφτερό του χαμόγελο και τα γυαλιστερά του μαλλιά.

«Ναι σε ξέρω!» Του χαμογέλασα ντροπαλά. Που να 'ξερε ότι στο μάθημα χαζεύω το κεφάλι του και προσπαθώ να μαντέψω ποιο σαμπουάν χρησιμοποιεί.

«Τι κάνεις εδώ μόνη σου; Μπες μέσα θα σε πάω εγώ.» προσφέρθηκε ευγενικά.

«Μα, δε χρειάζεται! Σιγά! Το πολύ πολύ να περπατήσω.» προσπάθησα να ακουστώ πειστική, από μέσα μου βέβαια παρακαλούσα να επιμείνει κι άλλο γιατί δεν θέλω να περπατήσω.

«Βρε μπες μέσα! Δεν μου είναι κόπος!»

"Καλά!" Δεν χρειάστηκε να το πει τρίτη φορά, είχα ανοίξει ήδη τη πόρτα του αυτοκινήτου και είχα θρονιαστεί στη θέση του συνοδηγού. Το αμάξι, όπως απ' έξω έτσι και μέσα άστραφτε από καθαριότητα, το πρόσεχε και αυτό φαινόταν. Ο Χρήστος ήταν ψηλός, ξανθός με γαλάζια μάτια. Όλες οι κοπέλες πεθαίνουν για να βγουν μαζί του. Καλά και αυτός δε είναι άγιος, αλλά είναι καλό παιδί.
Ευτυχώς, η ατμόσφαιρα μέσα στο αμάξι δε ήταν αμήχανη. Μιλήσαμε για διάφορα θέματα από τα μαθήματα έως και τις περσινές μας διακοπές. Αυτός πήγε Γαλλία, εγώ μέχρι το σαλόνι μου. Είχε χιούμορ και πάνω από όλα ευγένεια. Ένας σωστός πρίγκιπας. Όχι σαν κάποιους άλλους, μην ανοίξω το στόμα μου.

«Ορίστε φτάσαμε. Είδες καθόλου κόπος.» είπε με την αστραφτερή οδοντοστοιχία του. Είχε το ένα χέρι στο τιμόνι με τον αγκώνα του να ακουμπάει στο παράθυρο και το άλλο το πέρασε πίσω από το κάθισμα μου. Πόζαρε σαν τον μοντέλο και για λίγα δευτερόλεπτα κάθισα να τον απολαύσω έχοντας αγκαλιά τη τσάντα μου.

«Δε έχω λόγια να σε ευχαριστήσω!»

«Ελπίζω να τα ξαναπούμε.»

Βγήκα από το αμάξι πετώντας πάνω σε ένα ροζ συννεφάκι. Άκουσα καλά; Είπε να τα ξαναπούμε; Να τα ξανά πει με μένα; Ο Χρήστος;

Αφού τον χαιρέτησα από μακριά καθώς έφευγε, μπήκα στο σπίτι μου τρέχοντας. Έκλεισα τη πόρτα δυνατά και σωριάστηκα στο πάτωμα. Τελικά μπορεί και να μου έκανε καλό ο Μάρκος.

_________________________________________

#hamo_hamo

Επικίνδυνα Σε Θέλω Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα