Δειλό αντίο

107 6 2
                                    


Πήρα πένα και χαρτί κι έγραψα ένα γράμμα

Το σφράγισα μ'ένα φιλί και το 'βαλα στην τσάντα

Στην τσάντα που πριν το πρωί θα 'ναι σ'άλλη χώρα

Και ίσως αν κάπου ξεχαστεί να την σκεπάσουνε τα χιόνια



Πήρα πένα και χαρτί κι έγραψα ένα ποίημα

Και ξαφνικά βρέθηκα μπροστά σ'ένα μεγάλο δίλημμα

Να ρίξω το γράμμα στην τσέπη του, στο τρύπιο του το πανωφόρι

Ή να το καταχωνιάσω στο συρτάρι μου, να το φάει η σκόνη;



Πήρα πινέλο και μπογιά και ζωγράφισα τον τοίχο

Ο οποίος δεν πρόδωσε ποτέ, ούτε έναν ήχο

Πίσω από εκείνον τόσα χρόνια στη σιωπή να κρύβεται ήσυχος

Ο θόρυβος και η φωνή που έλαμψε στον ήλιο



Άφησα το πινέλο μου τελικά και κοίταξα με αγάπη

Αυτό που είχα ζωγραφίσει, που μου 'χε γίνει ανάγκη

Που με απελευθέρωσε, κι ας κράτησε λίγο, από τον εφιάλτη

Για να βυθιστώ πιο βαθιά στο σκοτάδι



Πήρα μια βαθιά αναπνοή και προχώρησα ενα βήμα

Άρπαξα βιαστικά το κολιέ μου και την καπαρντίνα

Βγήκα και περπάτησα ως την δίπλα πόρτα

Χτύπησα να πω ευχαριστώ και το ζωγράφισα στην πόρτα





Αρχισε το κρύο να γίνεται αισθητό και ο ουρανός να νυχτώνει

Του πέρασα το κολιέ στο λαιμό και μπήκε στο βαγόνι

Κάτι είχα ξεχάσει να του πω και έφευγε έτσι κυνηγημένος, λυπημένος

Το βλέμμα του να μου αδειάζει βίαια την καρδιά, να δείχνει ηττημένος



Και το τρένο σφύριξε

Και απομακρύνθηκε

Και σαν την αιωνιότητα πλησίασε

Το μυαλό μου θυμήθηκε

Και ένα δάκρυ κύλησε


Είχα πετάξει την ζωή μου σε ένα συρτάρι!

Λόγια Μιας Μπερδεμένης ΨυχήςWhere stories live. Discover now