Σε εκείνη, την ξύλινη καρέκλα

18 2 0
                                    

Εσύ κυρία, που το γέλιο η ζωή σου έχει κλέψει

κάθεσαι σε εκείνη την ξύλινη καρέκλα

στην άκρη του δρόμου, να κοιτάς του χαοτικού κόσμου τα δέντρα

με μια ηρεμία που προσπερνάει κάθε περιδιαβαίνοντα βλέμμα

και αναρωτιέμαι αν η καρδιά σου είναι από πέτρα




Καλντερίμια στα δυο σου χέρια

η ψυχή που σε αυτά περπάτησε τα έχει ανοίξει

και στα πόδια σου πληγές

τα αγκάθια που η φούστα σου δεν κράτησε τις έχουν μολύνει

στο μέτωπο σου ήλιος καυτός

έπεσε και ροδοκοκκίνησε το δέρμα και στον λαιμό

το γαιδουράκι που κρατούσες και τα σακιά που στους ώμους κουβαλούσες

άφησαν το σημάδι τους με τον καιρό




Εσύ κυρία, που έξω από το σπίτι σου να γεράσεις έχεις διαλέξει

καθισμένη σε εκείνη την ξύλινη καρέκλα

σε μια εποχή που σε προσπερνά κάθε περιδιαβαίνοντα βλέμμα

αναρωτιέμαι αν έχεις παιδιά κάπου μακριά

και αν στο δάσος που με επιμονή κοιτάς,
αναζητάς μορφές ανάμεσα στα δέντρα




Εσύ κυρία, που λούστηκες με πάγο για νέρο,

όταν το νερό ήταν λιγοστό

και θα πεθάνεις στο λουτρό μόνη.

Εσύ, που πάλεψες τον μαύρο ουρανό, τρομαγμένη

στην αγκαλιά σφικτά να κρατείς αναμένο κερί και μωρό

και θα κλείσεις τα μάτια σου στης νύχτας το άπλετο φως.

Εσύ, κυρία που στα μισά γνώρισες τροχό

και αν το αίμα από τις πληγές στα πόδια σου δεν λέρωνε την φούστα σου

δεν ανέβαινες σε αυτόν.

Εσένα κυρία, στην άκρη του δρόμου,

που κάθεσαι σε εκείνη την ξύλινη καρέκλα και

με το βλέμμα σου περιδιαβαίνεις τον κόσμο σου όλο

εύχομαι όταν στο ξύλο σταματήσει να δονείται ο σφιγμός σου

να σε συγχωρέσει Θεός σου

αν έχεις καρδιά από πέτρα

Λόγια Μιας Μπερδεμένης ΨυχήςWhere stories live. Discover now