Άβυσσος

18 1 0
                                    

Ξύπνησε απότομα. Κοίταξε το δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν. Το άβολο έπιπλο πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος δεν θύμιζε καθόλου το αφράτο του στρώμα και το κάλυμμα που ίσα-ίσα κάλυπτε τα πόδια του – και μπορούσε να το καταλάβει με μεγάλη σιγουριά – δεν ήταν το αφόρητα ζεστό πάπλωμα που τίναζε από πάνω του τις νύχτες. Ανασηκώθηκε φέρνοντας το χέρι του στο ύψος του προσώπου του μα γρήγορα η αίσθηση υγρού να στάζει από τα ακροδάχτυλά του τον τάραξε. Ανταποκρίθηκε άμεσα και σκούπισε το δέρμα πάνω στη άγρια υφή του καναπέ. Το κοίταξε καθώς αγκάλιαζε το ύφασμα και έρποντας σχεδόν, έτρεχε στη πλάτη του. Ήταν παχύρευστο και σαν χυλός κολλούσε πάνω στην άτυχη επιφάνεια. Ζεστό και παγωμένο μαζί, είχε αφήσει μια ανατριχιαστική αίσθηση πάνω του. Δεν μπορούσε να φέρει στο μυαλό του πια ουσία θα μπορούσε να έχει αυτή την ιδιότητα, ή από που προερχόταν. Έτριψε παραπάνω το χέρι του στον καναπέ, σχεδόν γδέρνοντάς το. Η ιδέα και μόνο πως κολλούσε πάνω του, του προκαλούσε ναυτία. Ήταν μαύρο σαν το σκοτάδι και την άβυσσο που επισκεπτόταν στα ταραχώδη όνειρά του. Δεν το ήθελε κοντά του και σίγουρα όχι πάνω του. Μαζεύτηκε γρήγορα προς την πλάτη του καναπέ, αγκαλιάζοντας τα πόδια του. Μια λίμνη ολόκληρη τον απειλούσε και είχε γεμίσει το δωμάτιο. Μια λίμνη από τούτο το νεκρό χρώμα και τώρα έσπευδε να τον καταπιεί και να τον πνίξει. Κάλυψε το στόμα του γρήγορα με τις παλάμες για να σταματήσει τον εαυτό του από το να ουρλιάξει. Τί κατάρα ήταν τούτη που τον ακολουθούσε; Τα ξύλινα πατώματα πάνω από το κεφάλι του έτριζαν δημιουργώντας ήχους ανατριχιαστικούς και απόκοσμους. Το χρώμα αλλοιωνόταν και από τις χαραμάδες έσταζε σαν βροχή, σταγόνες που έπεφταν και κολλούσαν στο κεφάλι του. Γλοιώδης πίσσα που γινόταν ένα με τα μαλλιά του. Ένα με την ίδια του την ύπαρξη. Τι εφιαλτικό και απρόσωπο τερατούργημα!

 
Έφερε το κεφάλι του στα χέρια και η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Σαν τύμπανο μανιασμένο ηχούσε στα αυτιά του. Πως είχαν όλα αυτά συμβεί; Γιατί είχε ξυπνήσει; Γιατί δεν μπορούσε ο λήθαργος να τον κρατήσει κρυμμένο από την τραγική αυτή πραγματικότητα; Αχ, και πόσο θα ήθελε να είχε ακόμα τα φτερά του και να πετούσε μακριά. Ή την βλεννώδη ουρά, γεμάτη από λέπια και θαλασσινή αλμύρα, να κρυβόταν κάτω από τα θηριώδη κύματα του δικού του ωκεανού. Έριξε μια δειλή μάτια μέσα από τα δάχτυλά του. Το υγρό είχε καλύψει ολόκληρο το δωμάτιο και απειλούσε να φτάσει έως τα ταβάνια. Τα ξύλινα έπιπλα είχαν αφεθεί στο έλεός του και οι τοίχοι είχαν ντυθεί στο αβυσσαλέο αυτό χρώμα του. Και ο Μορίς; Που θα μπορούσε να κρύβεται; Ή μήπως είχε πέσει θύμα της κόλασης αυτής; Απόγνωση τον συνεπήρε, απόγνωση που παρέα με τον φόβο του έτρωγαν τα σωθικά. Ναι, μπορούσε να τον δει , τον ίδιο του τον εαυτό, τόσο αδύναμο και θλιβερό, να χάνεται κάτω από το ασφυκτικό αυτό ποτάμι και να παλεύει άσκοπα για τη λύτρωση της ζωής του. Μια ζωή που έπρεπε να είχε τελειώσει πριν καν την αρχή της.

ΑδάμαστοςNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ