Πρώτη Αγάπη

59 10 5
                                    

Το πανί πετάχτηκε από το έπιπλο και έπεσε στο ξύλινο πάτωμα, δίπλα ακριβώς από τρεις κουβάδες με τη μπογιά. Σειρά είχαν άλλα δύο, τα οποία κάλυπταν καμβάδες και πίνακες, κάποιοι μισοτελειωμένοι άλλοι άδειοι και ελάχιστοι ολοκληρωμένοι. Αφού τελείωσε, τίναξε τα χέρια του από την σκόνη, ενώ τα βήματά του τον έφεραν μπροστά από την μπαλκονόπορτα. Έπιασε τα δυο χερούλια και τα γύρισε προς την αντίθετη τους φορά για να την ξεκλειδώσει. Δυσκολεύτηκε πολύ περισσότερο από ό,τι περίμενε. Την τράνταξε και την τράβηξε με δύναμη. Σύντομα τα δύο φύλλα άνοιξαν διάπλατα. Ο αέρας εισέβαλλε μέσα στο δωμάτιο και το φως του ήλιου ανέδειξε την σκόνη που είχε αναδυθεί από τα σεντόνια μέσα στο δωμάτιο. Τα μάτια του τον έτσουξαν και δάκρυσαν. Αυτή τη φορά, η συμβουλή του Μορίς ήταν να επιστρέψει σε εκείνο το μοναδικό μέρος που κάποτε αισθανόταν ασφάλεια. Δεν αποσκοπούσε στο να βρει εκείνη τη χαμένη ανάγκη να εργαστεί ξανά και να δημιουργήσει. Έπρεπε να φέρει το φως στο σκοτάδι του και μονάχα το μικρό του εργαστήρι μπορούσε να το καταφέρει αυτό ˙ εάν ο ίδιος φυσικά είχε το θάρρος να σταθεί στα πόδια του και να το αντικρίσει έπειτα από τόσο καιρό. Έτριψε τα μπράτσα του. Πράγματι, για άνοιξη είχε ιδιαίτερο κρύο ακόμα και με τον ήλιο τόσο βασιλικά υψωμένο στο γαλάζιο του ουρανού. Μα αυτή η τσουχτερή αίσθηση στο κορμί του, τον κρατούσε ξύπνιο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και περιηγήθηκε μέσα στον χώρο, σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά˙ σαν να επισκεπτόταν ένα μέρος των ονείρων του ύστερα από χρόνια εγκλωβισμένος στη λήθη. Τα πόδια του τον πήγαιναν πέρα δώθε και τα χέρια του άγγιζαν κάθε μικρή επιφάνεια, ενώ το βλέμμα του έπεφτε σε όλα εκείνα τα όνειρα που βρίσκονταν πεταμένα στο δάπεδο˙ εγκαταλελειμμένα και μουτζουρωμένα. Έργα δικά του όπως ακριβώς και δική του η παρακμή. Σχισμένα κάποια από την απόγνωση του.
Κοντοστάθηκε μπροστά από έναν μικρό πίνακα. Βρισκόταν στην άκρη του ποδιού του. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ήταν τοποθετημένος σε σκουρόχρωμο κάδρο και στο κάτω μέρος, πάνω σε μια χρυσή ετικέτα μια μικρή φράση, το βάπτισμά του. Απεικόνιζε έναν μικρό σπίτι πλάι σε ένα στενό δρομάκι της υπαίθρου, με πυκνές βελανιδιές σε ένα μικρό ύψωμα στην άκρη του πίνακα και στον ορίζοντα μια γαλήνια θάλασσα κάτω από τα ζωηρά χρώματα της αυγής. Τα ακροδάχτυλά του αισθάνθηκαν την στεγνή ανάγλυφη μπογιά. Έκλεισε τα μάτια του και αφουγκράστηκε τους ήχους της εικόνας: το απαλό καλοκαιρινό αγέρι να παίζει με τα καταπράσινα φύλλα των βελανιδιών, ενώ το μισάνοιχτο παράθυρο του σπιτιού να χτυπά απαλά το αδερφικό του κομμάτι. Πέρα από το χωμάτινο δρόμο να χορεύουν τα κύματα της θάλασσας. Όλα μαζί τον ταξίδεψαν και τον πήραν πίσω. Ο πίνακας αυτός ήταν πέρα για πέρα αληθινός. Ζούσε μέσα του και μπορούσε ακόμα και εκείνη τη στιγμή, τόσα χρόνια αργότερα από τη δημιουργία του, να τον νιώσει και να το ακούσει. Αναστέναξε. Κάποτε είχαν ζωή οι πίνακες του. Με τα πινέλα του μπορούσε να δώσει ανάσα σε καμβάδες και να την μεταδώσει σε όσους έβλεπαν την ομορφιά τους με τον τρόπο που την έβλεπε ο ίδιος.
Είχε περάσει αρκετός καιρός που κάποιος είχε καταφέρει να διεισδύσει μέσα στην λογική του, μέσα στο ίδιο του το σκεπτικό. Δεν έβλεπε τους πίνακες του, τις δημιουργίες του σαν άψυχα αντικείμενα με μοναδικό λόγο ύπαρξης την διακόσμηση ανούσιων δωματίων και καμάρων ανθρώπων που απλά εστίαζαν στο φαίνεσθαι και την καλαισθησία, όχι. Για τον Λουί, ό,τι δημιουργούσε με τα χρώματα και τα πινέλα του ήταν παιδιά δικά του. Ήταν ψυχές και όντα που είχαν εμπιστευτεί το ταλέντο του ώστε να τα φέρει σε τούτο το κόσμο και ο κόσμος με την σειρά του να θαυμάσει την ομορφιά τους και να κατανοήσει την ύπαρξη τους. Για τον Λουί, η ζωγραφική ήταν κάτι παραπάνω από ένα μέσω εξωτερίκευσης του εσωτερικού του κόσμου. Ήταν ένα μέσω επικοινωνίας. Κάποτε αποτελούσε κραυγή ώστε να εισακουστεί και να γεμίσει την μοναξιά που τόσο του έκαιγε τα σωθικά. Όταν ήταν μικρός, παιδί ακόμα, ούρλιαζε μέσω των σχεδίων για την θαλπωρή που δεν γνώρισε ποτέ από την οικογένεια του. Σχεδίαζε, μουτζούρωνε και έσκιζε. Μετά ξανά. Ονειρευόταν και έμπαινε πάλι στη διαδικασία να γεμίσει ένα κενό λευκό χαρτί με ό,τι γέμιζε τον ίδιο και την καρδιά του. Κάποτε ήταν η μοναδική πηγή χαράς και ευτυχίας.
Κάποτε ήταν η πρώτη του αγάπη. Τόσο αθώα και ανέγγιχτη. Λευκή σαν τα πανιά που τον περιβάλανε. Μα ταυτόχρονα ήταν λαμπερή και εκθαμβωτική σαν το άστρο της ημέρας. Την αγκάλιαζε και όλος του ο κόσμος ξυπνούσε και ευτύχιζε και όταν της δινόταν, έμενε γυμνός δίχως ντροπές και ενδοιασμούς. Έμενε κενός μα γεμάτος και επαρκής. Είχε όντως επιλέξει να την εγκαταλείψει και να την ξεχάσει; Επειδή όλοι έλεγαν πως οι πρώτες αγάπες φθείρονται; Πως όσο ο κόσμος απλώνεται και μεγαλώνει μπροστά σου, κάπου στον δρόμο χάνεται και παραμένει μονάχα μια ανάμνηση, ένα μικρό κομμάτι του ποιος ήσουν. Κι αν βρεθεί η στιγμή που θα το πιάσεις, αυτό θα διαλυθεί. Μα ήταν η πρώτη αγάπη που του έδωσε την δύναμη να ορθοποδήσει και να νικήσει τους δαίμονές του, είτε αυτοί κατοικούσαν μαζί του με τις μάσκες ανθρώπων και τους τίτλους των γονιών, είτε βρίσκονταν βαθιά ριζωμένοι μέσα του. Ήταν η πρώτη αγάπη που τον έβγαλε έξω στον σκληρό και παγωμένο κόσμο και τον γέμισε με φως. Ήταν αυτή ακριβώς η αγάπη που τον σχημάτισε και τον άλλαξε.
Κάθισε κάτω κρατώντας ακόμα τον πίνακα αυτόν. Τα μάτια του τρεμόπαιξαν από συγκίνηση και λαχτάρα. Πόσο θα ήθελε να χωθεί μέσα του και να τρέξει μέσα στο δάσος με τις βελανιδιές. Να κυλιστεί στο δροσερό γρασίδι και να πέσει με φόρα μέσα στη θάλασσα. Τα κύματά της να τον παρασύρουν και να τον αποδεχτούν. Να γίνει ένα με τη φύση τριγύρω του και να ελευθερωθεί. Να πάψει να ζει εγκλωβισμένος σε ένα άδειο κουφάρι που σιγά – σιγά αυτοκαταστρεφόταν και να φτάσει ψηλά. Ψηλά, εκεί, στα χρώματα της αυγής και να τα βάψει με τη δική του ζωηράδα και να ξαπλώσει πάνω στα ταξιδιάρικα σύννεφα, τα οποία με την σειρά τους να του γνωρίζουν άλλους κόσμους και άλλες ζωές. Πόσο θα ήθελε να σπάσει τα δεσμά που τον κρατούσαν στο έδαφος˙ φυλακισμένο, περιορισμένο.
Κοίταξε για μια τελευταία φορά τον πίνακα του και σηκώθηκε στα δυο πόδια. Όσο τα είχε, μπορούσε να βασιστεί σε αυτά πως θα τον κουβαλήσουν όπου εκείνος επιθυμούσε. Και αυτά, εισάκουσαν το θέλημα του. Το εργαστήρι του ήταν μονίμως ακατάστατο, με τα σύνεργά του πεταμένα από εδώ και από κει, με καμβάδες στοιβαγμένους να αδημονούν για τη δική τους σειρά, και τέσσερις λευκούς τοίχους. Τέσσερις λευκοί τοίχοι κενοί. Δεν του άρεσε ποτέ να δουλεύει σε ένα δωμάτιο βουτηγμένο μέσα στο χάος και πάντα περίμενε την κατάλληλη εκείνη στιγμή που ένα από τα έργα του θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη τη δική του και θα στόλιζε το φθαρμένο αυτό λευκό. Κράτησε σφιχτά το μικρό πίνακα, το καλοκαίρι της καρδιάς του, και πολύ προσεχτικά τα δάχτυλά του έπιασαν τη μικρή θηλίτσα από πίσω του. Απέναντι από το κρυμμένο καβαλέτο του, σε εκείνον τον τοίχο που βρισκόταν τοποθετημένο ένα μονάχα ξύλινο και παλαιωμένο μπαούλο, βρισκόταν ένα μοναχικό καρφί. Ήταν κάπως ζαρωμένο και στραβό. Μια λάθος κίνηση για να διορθωθεί και σίγουρα θα έσπαγε. Με απαλές κινήσεις έφερε τη θηλιά γύρω του και διστακτικά άφησε τον πίνακα να κρεμαστεί.
L'ete eternel˙ το αιώνιο καλοκαίρι που θα βρισκόταν για πάντα φωλιασμένο στη καρδιά του.

ΑδάμαστοςHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin