Ο θρήνος της ψυχής του

51 10 2
                                    

Τα πρωινά αποδείχθηκαν πιο δύσκολα και από τα βράδια. Το τρεχούμενο νερό κάλυπτε τους εξαγριωμένους ήχους αρκετά μα μέσα του μπορούσε να τους ακούσει δίχως να χρειαστεί τα αυτιά του ή να κλείσει την βρύση.
Τοποθέτησε το πιάτο πλάι στα δυο άλλα που είχε πλύνει και ξεκίνησε τα τρίβει με το σφουγγάρι ένα μικρό μπολ. Οι διασκορπισμένες μικρές νιφάδες βρόμης είχαν ξεραθεί πάνω στο πορσελάνινο υλικό. Τις περιεργάστηκε για ένα λεπτό και το κουρασμένο του μυαλό αποκάλυψε μια άσχημη, σχεδόν αηδιαστική εικόνα που γρήγορα την έδιωξε. Σειρά είχαν τα μαχαιροπίρουνα, τρία ποτήρια και μετά...
Μετά...
Έκλεισε το νερό και πιάστηκε από μια άκρη του πάγκου, ρίχνοντας το κεφάλι του μπροστά. Τα αυτιά του βούιζαν από τις φωνές ενώ που και που, ανάμεσα στα άναρθρα ουρλιαχτά, διέκρινε ήχους γυαλιού που διαλυόταν. Άρπαξε την πετσέτα από τον ώμο του και να την πέταξε με δύναμη στο τραπέζι πίσω του. Είχε υποσχεθεί να μην επέμβει καθόλου. Ήταν ένας μαραθώνιος που θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσει μόνος και σε τέτοιες εκρήξεις ήταν συνετό να βρίσκεται μακριά εάν δεν ήθελα να επηρεαζόταν και ό ίδιος. Μα για πόσο θα μπορούσε να σταθεί με τα χέρια δεμένα και το κορμί του κρυμμένο όσο εκείνος απλά μαράζωνε και τραυμάτιζε τον ίδιο του τον ψυχισμό και το κορμί; Πόση εμπιστοσύνη μπορούσε να έχει σε μια ταλαιπωρημένη ψυχή που επιθυμούσε εξιλέωση τόσο απελπισμένα;
Το παράξενο ήταν το πως άρχισαν όλα. Οι εκρήξεις αυτές και ο έντονος θυμός ήρθαν από το πουθενά. Κάποιο πρωινό, πριν από μερικούς μήνες, ο Λουί ξύπνησε στο εργαστήρι του μέσα και άρχισε σχεδόν να διαλύει τα πάντα. Ο Μορίς πετάχτηκε από τον ύπνο του λεπτά πριν ξεκινήσει αυτός ο πόλεμος, μα δεν κατάφερε πολλά. Ο Λουί είχε βγει εκτός εαυτού, φώναζε, ούρλιαζε, χτυπιόταν και κοπανούσε τα πάντα. Μετά από λίγα λεπτά απλά τέλος. Έπεφτε στο πάτωμα, άρπαζε το κεφάλι του και κουνιόταν πέρα δώθε, μονολογώντας και ψιθυρίζοντας στον εαυτό του πράματα και λόγια που δεν έβγαζαν κανένα νόημα. Έπειτα, απλά παραδιδόταν σε βαθύ και ταλαίπωρο ύπνο ο οποίος τον τραβούσε βίαια πίσω στην πραγματικότητα για να ξεκινήσει ακόμα μια φορά το γλέντι της παράνοιας˙ φωνές, καταστροφή... Μια φορά, θυμόταν, τον άρπαξε από το μπράτσο και τον ταρακούνησε. Του φώναξε και απαίτησε να επιστρέψει στα λογικά του. Δεν θυμόταν να είχε ανεβάσει τόσο τους τόνους του. Ο άνδρας απλά αποτραβήχθηκε και του γύρισε τη πλάτη. Δεν μίλησε. Τον έσπρωξε μετά από μερικά λεπτά και έκλεισε την πόρτα, κλειδώνοντάς την. Γνώριζε πολύ καλά πως ο συγκάτοικος του μπορούσε να εισβάλει από την μπαλκονόπορτα αλλά στηριζόταν στη διακριτικότητά του, και πόσο δίκιο είχε τελικά. Ο Μορίς δεν θα τολμούσε να εισβάλει όσο γνώριζε πως δεν διέτρεχε κάποιο κίνδυνο αλλά πλέον είχε χάσει κάθε ελπίδα. Προσπάθησε πολλές φορές να έρθει σε επαφή με γιατρούς μα είτε θα τον διέκοπτε ο ίδιος ο Λουί ή εκείνοι θα του γέμιζαν τα αυτιά με ανούσιες δικαιολογίες και αερολογίες που σε καμία περίπτωση δεν πρόσφεραν βοήθεια στη κατάστασή του. Προτιμούσαν τον ψυχολογικά άρρωστο κλειδωμένο σπίτι του παρά στα πολύτιμα κρεβάτια τους.
Άνοιξε το ψυγείο να βάλει λίγο νερό σε ένα ποτήρι από την κανάτα και όταν αυτό γέμισε περπάτησε ως την κλειστή πόρτα του εργαστηρίου. Κοντοστάθηκε αντίκρυ της και προσπάθησε να ακούσει. Ο δυνατός θόρυβος είχε σταματήσει, μα μπορούσε να διακρίνει κάποια αναφιλητά. Χτύπησε δυο φορές και περίμενε απάντηση. Μέτρησε ένα λεπτό μέσα του και το χέρι του χτύπησε ξανά την πόρτα, αυτή τη φορά με λίγο περισσότερο προσμονή. Η καρδιά του χτυπούσε μέσα στο στήθος του και αντηχούσε στα αυτιά του. Η αναμονή χειροτέρευε το άγχος του και την ανησυχία του.
Κι αν είχε φτάσει αργά;
Κι αν δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να σωθεί;
«Λουί;» τον κάλεσε με το όνομά του και ξανά βρέθηκε φυλακισμένος στην αναμονή. Αναστέναξε. Σίγουρα δεν είχε όρεξη για κουβέντες, μα λίγο νερό θα του πρόσφερε κάποια διαύγεια. «Λουί άνοιξε, σε παρακαλώ. Ανησυχώ» κατάφερε να προφέρει με ανάσες να μεγαλώνουν και να μετατρέπονται σε κοφτές και οδυνηρές. Όχι, δεν του είχε δώσει ξανά δικαίωμα να ανησυχεί. Όσες φορές τον καλούσε και τον φώναζε πάντα έπαιρνε κάποια απάντηση. Τώρα μόνο ησυχία˙ πηχτή και μαύρη σαν πίσσα που έσταζε και κάλυπτε τα πάντα στο διάβα της και μαζί της τον ίδιο τον Μορίς, ο οποίος βρισκόταν στο έλεος των αμέτρητων εικόνων και 'ίσως' που μανιωδώς πολιορκούσαν το μυαλό του. Η υπομονή του χάθηκε. Το χέρι του κοπάνησε την πόρτα με περισσότερη τόλμη αυτή τη φορά, ρίχνοντας το ποτήρι με το νερό στο πάτωμα. «ΛΟΥΙ!» φώναξε και τα δάχτυλά του τυλίχθηκαν στο χρυσό πόμολο. Το γύρισαν δεξιόστροφα και μια και δυο φορές. Η κλειδαριά ήταν χαλασμένη, αυτό το ήξερε. Μα άπαξ και φράκαρε, μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να ανοίξει. «Διάολε» αναθεμάτισε. Πλέον κρύος ιδρώτας άρχισε να στάζει από το μέτωπό του και τα αυτιά του βούιζαν από τους απανωτούς χτύπους της καρδιάς του. Δεν θα το καθυστερούσε άλλο. Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω και έπεσε με φόρα στη πόρτα. Εκείνη τραντάχτηκε και ο Μορίς τινάχθηκε προς τα πίσω. Αγνοώντας τον πόνο στο μπράτσο και των ώμο του, έπεσε ξανά με μεγαλύτερη φόρα. Τίποτα πάλι. Το πεισματάρικο κατασκεύασμα δεν άνοιγε και δεν έσπαγε, όσες φορές και αν προσπαθούσε, ακόμα και αν έσπαγε τα κόκαλά του από την προσπάθεια. Έτριψε το σημείο της σύγκρουσης που τον έτσουζε και έτρεξε προς την κουζίνα. Από εκεί βγήκε στο μικρό μπαλκονάκι και πήδηξε με ορμή τα κάγκελα. Ήταν η πιο σύντομη διαδρομή για να φτάσει στην μεριά της βεράντας όπου και βρισκόταν το εργαστήρι του. Με κομμένη ανάσα κατάφερε να σκαρφαλώσει και βρεθεί μπροστά από την είσοδο στο δωμάτιο. Έσπρωξε την μπαλκονόπορτα η οποία με έναν ανατριχιαστικό ήχο, έγδαρε το ξύλινο πάτωμα ανοίγοντας διάπλατα. Οι κουρτίνες χόρεψαν προς τα μέσα με ένα φύσημα του ανέμου και παρουσίασαν στον Μορίς την εικόνα που τόσο έτρεμε να αντικρίσει. Ο νεαρός ζωγράφος βρισκόταν πεσμένος, με το κορμί του λουσμένο σε ιδρώτα να τρέμει και να χτυπάει στον ίδιο ρυθμό με τη καρδιά του ίδιου του παρατηρητή. Ψυχορραγούσε και τα αναφιλητά που έβγαιναν από το στόμα του φάνταζαν ήχοι αλλόκοτοι από κάποιο πληγωμένο ζώο που σύντομα τα μάτια του θα έκλεινε η ζοφερή φιγούρα του θανάτου. Ο Μορίς έτρεξε δίχως να χάσει χρόνο προς το μέρος του. Με την άκρη του ματιού του κατάφερε να αντικρίσει ένα διαλυμένο μπουκάλι ουίσκι με τα γυαλιά σκορπισμένα πλάι στον Λουί. Το κεχριμπαρένιο υγρό είχε πεταχτεί πάνω στον καμβά ενώ μικρές στάλες αίματος είχαν μουσκέψει τα μανίκια του Λουί. Αίμα που ανήκε στον ίδιο από σκισμένες παλάμες. Γονάτισε και έφερε το κορμί του πάνω στα πόδια του, να κοιτάξει σε τι κατάσταση βρισκόταν ή αν είχε χτυπήσει κάπου. Τί έπρεπε να πρώτο κάνει; Ταραγμένος όπως ήταν, έλεγξε τον σφυγμό του. Ζούσε. Αν και αχνός, μπορούσε να ακούσει τους χτύπους του. Ήταν καλό σημάδι. Τα χέρια του, μετά, έτρεξαν σε ολόκληρο το σώμα του, κάτω από τη λευκή του μπλούζα, ψηλαφίζοντας το δέρμα. Καμία άλλη πληγή δεν υπήρχε, πέρα από τα σχισμένα του χέρια στο ύψος του αγκώνα και κατά μήκος των καρπών. Κοίταξε καλά τριγύρω για να βρει το εργαλείο με το οποίο σημάδεψε έτσι τον εαυτό του.
Βρήκε ένα μεγαλύτερο κομμάτι γυαλιού, η μύτη του βαμμένη με φρέσκο αίμα. Το πέταξε μακριά και έπιασε το μέτωπό του. Ήταν ζεστός, σίγουρα είχε κάποια δέκατα λόγω της έντασης και του ποτού. Σηκώθηκε και βημάτισε προς την πόρτα του εργαστηρίου. Την τράβηξε για να ανοίξει. Χρειάστηκε λίγος κόπος μα σίγουρα λιγότερος από όταν βρισκόταν από την αντίθετή της πλευρά. Έπειτα, ο Μορίς έτρεξε στο πλάι του παλικαριού και τον βάστηξε στα χέρια του, κουβαλώντας τον ως το σαλόνι. Τον ξάπλωσε στον μεγαλοπρεπή καναπέ και έτρεξε προς το μπάνιο. Μέσα στον πανικό του ξόδεψε αρκετά λεπτά για να μονολογήσει και να θέσει σε μια σειρά τις σκέψεις του. Τί χρειαζόταν και ποιο φάρμακο έπρεπε να του δώσει για τον πυρετό και τί θα έκανε στη περίπτωση που η αιμορραγία συνεχιζόταν; Άρπαξε το κουτί πρώτων βοηθειών, μπαμπάκι και γάζες και επέστρεψε στο πλευρό του.
Δεν ήταν ειδικός, γιατρός ή νοσοκόμος, μα μπορούσε να διακρίνει πως το βάθος των πληγών δεν ήταν τόσο ώστε να διατρέχει κίνδυνο. Το αίμα, για μεγάλη τους τύχη, είχε πάψει να τρέχει και ο ίδιος ο Λουί είχε βρει ηρεμία στον ύπνο. Μούσκεψε ένα κομμάτι βαμβάκι με μπόλικο ιώδιο και έτριξε γερά το κάθε κόψιμο. Ο Λουί τρανταζόταν από το τσούξιμο. «Συγχώρα με αλλά πρέπει να γίνει» χάιδεψε τα σκούρα του μαλλιά και συνέχισε να φροντίζει τις πληγές. «Ανόητε, τι σκεφτόσουν;» ρώτησε με χαμηλή τη φωνή δίχως να περιμένει κάποια απάντηση. Ακούμπησε στην άκρη το βαμβάκι και έπιασε το κουβάρι με τη γάζα. Έκοψε ένα γενναίο κομμάτι και τύλιξε το χέρι του σφιχτά για να κρατήσει τις πληγές κλειστές. Άφησε το βαλιτσάκι στο πάτωμα και έριξε το κεφάλι του στα χέρια. Η σκέψη και μόνο πως θα τον έχανε, τον έφερνε στα όρια της τρέλας. «Θα πέσεις, ναι. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να το βάλεις κάτω» πήρε μια βαθιά ανάσα και την ελευθέρωσε. Έστριψε το βλέμμα του προς εκείνον. «Αχ, πόσο μαυρισμένη είναι πια η ψυχή σου που δεν πιστεύεις πως αξίζει να σωθεί;» του έπιασε το χέρι και το έσφιξε απελπισμένος «Κοίτα! Κοίτα γύρω σου! Όλα μαύρα, το φως αρνείται να μπει και να φωτίσει το σπίτι, Λουί, κοίτα!» η μαύρη πίσσα που είχε ξεχυθεί από το εργαστήρι του είχε απλωθεί σε όλο το σπίτι πια. Όλα έχαναν το χρώμα τους. Όλα πνίγονταν από ένα μαύρο πέπλο και έχαναν κάθε κομμάτι της ψυχής τους. Αργά – αργά χάνονταν. Ο Μορίς ζάρωσε. Δεν αποτελούσε εξαίρεση. Κάλυψε το πρόσωπό του και παραδόθηκε σε λυγμούς . «Λουί, χάνομαι...» σπάραξε και βούλιαξε προς τα κάτω. Η μορφή του πια αλλοιωνόταν.
Λουί!


ΑδάμαστοςWhere stories live. Discover now