Η τελευταία ανάσα

136 25 21
                                    

 Ξύπνησε όπως κάθε άλλο πρωινό. Οι ελάχιστες ακτίνες του ήλιου που είχαν καταφέρει να εισβάλλουν στη κρεβατοκάμαρά, επιτέθηκαν δίχως έλεος στα κουρασμένα του μάτια, επαναφέροντάς τον από τον βαθύ λήθαργο στον οποίο η προηγούμενη νύχτα τον είχε υποβάλλει. Αυτή τη φορά η έγερσή του ήταν πολύ δυσκολότερη. Το κορμί του ήταν βαρύ, η πλάτη του τον πονούσε αφόρητα ενώ τα πόδια του αρνούνταν κατηγορηματικά να μετακινηθούν μακριά από το απαλό στρώμα του κρεβατιού του. Φυσικά, το χειρότερο ήταν η ημικρανία που σαν καρφί τον χτύπησε την στιγμή εκείνη που οι πατούσες του ακούμπησαν το πάτωμα. Άφησε μία σιγανή κραυγή πόνου και έφερε τα χέρια του στους κροτάφους του. Τι ποσότητα αλκοόλ τον είχε φέρει σε τέτοια άθλια κατάσταση; Αναστέναξε βαριά. Κάπου μέσα του βρήκε την δύναμη να σύρει το γυμνό του σώμα έως τον μπάνιο. Ένα κρύο ντους θα διόρθωνε αρκετά από το βραδινά του λάθη και θα τον έφερνε σε μία αξιοπρεπέστερη κατάσταση από αυτή που βρισκόταν εκείνη την στιγμή.

Το νερό που έπεφτε από το τηλέφωνο της μπανιέρας ήταν πάγος μα δεν αποτελούσε ενόχληση. Σιχαινόταν το οτιδήποτε ζεστό, θερμό. Προτιμούσε τις χαμηλές θερμοκρασίες, τα ψυχρά χρώματα˙ γεγονός που επηρέαζε τις σχέσεις του με τους ανθρώπους. Πάλι όμως, δεν τον πείραζε. Ήξερε να παίζει σωστά τα χαρτιά του και κάθε φορά κατέληγε στο κρεβάτι με κάποιον άγνωστο που αργότερα δεν θα ζητούσε καμία υποχρέωση και δέσμευση. Μία νύχτα απόλαυσης μεταξύ δύο ξένων και τίποτα περισσότερο.

Δυνάμωσε την τάση του νερού που έτρεχε και έφερε τον μοχλό περισσότερο στα δεξιά για να μειώσει κι άλλο την θερμοκρασία.
Ίσως αυτό να είχε συμβεί. Το προηγούμενο βράδυ έριξε τον εαυτό του στα δίχτυα της ηδονής και του αλκοόλ για χιλιοστή φορά. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο δεν θυμόταν αρκετά: τι είχε ταλαιπωρήσει το κορμί του και γιατί το κρανίο του ήταν στα πρόθυρα διάλυσης. Μπορεί, βέβαια, να είχε κλειστεί στο μικρό του εργαστήρι και να προσπαθούσε άσκοπα να βρει την οποιαδήποτε έμπνευση μέσα από ένα μπουκάλι σκωτσέζικου. Από την εμπειρία του ήξερε πως δε θα μάθαινε ποτέ ή έστω όχι σύντομα.
Άρπαξε την πετσέτα που κρεμόταν σε έναν μικρό μεταλλικό γάντζο δίπλα από την μπανιέρα και τύλιξε το κάτω μέρος του σώματός του, όσο οι σταγόνες νερού έπεφταν στην πλάτη του από της καστανές τούφες των μαλλιών του. Έριξε μια ματιά στον καθρέπτη και έτριψε τον σβέρκο του καθώς έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. Τα δάχτυλά του έτρεξαν στο ευαίσθητο δέρμα του λαιμού του, εκεί που μία ομάδα από κόκκινα σημάδια είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Δάγκωσε το κάτω χείλος του. Η απορία του είχε πλέον λυθεί.

Καθώς βγήκε από τον μπάνιο, διέσχισε τον μικρό διάδρομο που οδηγούσε στα υπόλοιπα δωμάτια της μονοκατοικίας και έστριψε σε μία κλειστή γωνία όπου και κατέβηκε τη ξύλινη και κάπως ταλαιπωρημένη σκάλα. Σε κάθε του βήμα ακολουθούσε και ένας διαπεραστικός ήχος που θύμιζε ψιλή κραυγή πουλιού. Η σκάλα, όπως και το υπόλοιπο σπίτι ανήκαν σε χρόνια παλιά και χρειάζονταν κάποια συντήρηση. Η συντήρηση από την άλλη χρειαζόταν λεφτά και τα εννέα δέκατα των εισοδημάτων του από τους πίνακες που πουλούσε έφευγαν κατευθείαν σε λογαριασμούς και χρέη από την εποχή που είχε χτιστεί το σπίτι. Δεν είχε τον χρόνο μα ούτε και την διάθεση να παράγει περισσότερους πίνακες μόνο και μόνο για να πάψει η σκάλα να παραπονιέται κάθε που κάποιος πατούσε επάνω της. Το κτήριο ήταν γερό και δεν θα έπεφτε απάνω του. Αργότερα ίσως και να διέθετε ένα μικρό ποσό για μερικές επιδιορθώσεις. Μα και πάλι, τίποτα δεν είχε αποφασιστεί.

Μετακόμισε σε τούτο το ερείπιο την χρονιά που τελείωσε την σχολή καλών τεχνών. Μία μέρα μετά από την αποφοίτησή του είχε λάβει ένα τηλεφώνημα από τον δικηγόρο του, ο οποίος τον ενημέρωσε για τον θάνατο των θείων του και για την διαθήκη τους όπου και του άφηναν την κατοικία τους μαζί με όλα τα υπάρχοντά της. Μέχρις τότε, δεν είχε κάποιο σταθερό σπιτικό. Είχε ξεγράψει τους γονείς του από την στιγμή που τον είχαν ξεγράψει και εκείνοι. Οικονομική άνεση για κάποιο διαμέρισμα δεν είχε, όποτε ξενυχτούσε σε κάποιο μπαράκι ή περπατούσε στο πάρκο της γειτονιάς και αφουγκραζόταν την απόλυτη ησυχία και ηρεμία που η νύχτα του πρόσφερε τόσο απλόχερα. Δεν του άρεσε η πολυκοσμία και την ανεχόταν στα πολύωρα μαθήματα της σχολής. Μα αυτή η απέχθειά του προς τον υπόλοιπο κόσμο τον ώθησε στην τέχνη και την ζωγραφική. Η συναναστροφή με άλλους δεν ήταν απαραίτητη ενώ ο μερικός αυτό-αποκλεισμός από την κοινωνία και τους ανθρώπους ήταν απαραίτητος για έναν καλλιτέχνη ώστε να μπορέσει να δημιουργήσει. Τότε κατάφερνε να αφιερώσει μέρες ολόκληρες, ακόμα και να θυσιάσει τον ύπνο του, για κάποιο δημιούργημά του. Ήταν ικανός να δώσει τον ίδιο του τον εαυτό και να πάρει ως αντάλλαγμα την ικανοποίηση από την πώληση κάποιου πίνακα. Πόσο αφελής; Που να ήξερε πως η συντήρηση του ιδίου του εαυτού απαιτούσε κάτι παραπάνω από αυτοικανοποιήση.
Τα δύσκολα κατέφθασαν όταν όλες οι οικονομικές και δικηγορικές διαδικασίες της κληρονομιάς έλαβαν τέλος και η μετακόμιση πραγματοποιήθηκε. Το σπίτι το θυμόταν αρκετά και ένα μικρό σχέδιο στο μυαλό του για το πώς θα τακτοποιηθεί και σε ποια δωμάτια ήταν εύκολο να δημιουργηθεί. Μα οι λογαριασμοί ήταν μια λεπτομέρεια που δεν είχε συμπεριληφθεί στην λίστα των υποχρεώσεών του. Οι πρώτοι μήνες ήταν απαιτητικοί και δύσκολοι. Πολλές ήταν οι φορές που αναγκαζόταν να προχωρήσει σε συνεννόηση με την υπηρεσία παροχής ρεύματος για μία μικρή παράταση της εξόφλησης. Τα δημιουργήματά του τού πρόσφεραν μεγάλο άγχος και αγανάκτηση σε σημείο που σιχαινόταν να τα συνεχίσει και να τα ολοκληρώσει. Αλλά η ανάγκη τον έσπρωχνε και δεν θα καταδεχόταν να γυρίσει στο κάποτε πατρικό του ηττημένος. Επέμενε και παρέμεινε ώσπου τα χρέη μειώθηκαν και ανέκτησε το δικαίωμα για μια ανάσα.

Το εργαστήρι του δεν ήταν παρά ένα μικρό δωματιάκι στο τέλος του σαλονιού. Μια παλιά και σχεδόν σάπια ξύλινη πόρτα το διαχώριζε από το υπόλοιπο σπίτι ενώ δύο συρταρωτές από την αυλή. Δεν ήταν γεμάτο με πράγματα: μονάχα τα απαραίτητα όπως ο καμβάς, οι μισοτελειωμένες του δημιουργίες, τα μπουκάλια με τα χρώματα και οι θήκες με τα πινέλα, όλα διασκορπισμένα σε όλο τον περίγυρο. Μόνο ένα σκαμνί βρισκόταν σε μόνιμη θέση και αυτό πιο καθαρό από την οποιαδήποτε επιφάνεια σε ολόκληρο το σπίτι. Οι μπαλκονόπορτες ήταν ελάχιστα ανοιχτές, ίσα – ίσα για να μπαίνει καθαρός αέρας και να καθαρίζει την αποπνικτική ατμόσφαιρα. Συχνά έμενε μερόνυχτα ολόκληρα εκεί μέσα ενώ αισθανόταν πως το οξυγόνο λιγόστευε όσο οι ώρες περνούσαν. Κουρτίνες δεν υπήρχαν για να καλύπτουν τα παράθυρα των πορτών. Δεν είχε τίποτα να κρύψει, μα ούτε τον ενδιέφερε η γνώμη του κόσμου, ή ο ίδιος ο κόσμος. Το άμα θα κουτσομπόλευαν την κατάσταση του σπιτιού και τον τρόπο της ζωής του, κρυφό τους καμάρι. Δεν ήθελε καμία σχέση με δαύτους. Σαν αποτέλεσμα, ένα μόνο δωμάτιο ήταν καλυμμένο από λευκές κουρτίνες και αυτό η κρεβατοκάμαρα. Ό,τι συνέβαινε εκεί μέσα θα παρέμενε σε εκείνους τους λευκό γκρίζους τοίχους.

Έριξε όλο του το βάρος στο αιώνιο σκαμνάκι και αναστέναξε τραβώντας το κουρελιασμένο ύφασμα που στόλιζε άχαρα τον καμβά. Τα μάτια του περιεργάστηκαν την φιγούρα μπροστά του. Πόσο καιρό παιδευόταν με τούτο τον πίνακα; Μέρες; Εβδομάδες; Δεν θυμόταν. Όπως δεν θυμόταν τί τον ώθησε στο να δημιουργήσει αυτό. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και σταύρωσε τα χέρια του σκεπτόμενος. Η εικόνα απεικόνιζε έναν άντρα με γυρισμένη την πλάτη του στο κοινό, το αριστερό του χέρι, μια καρικατούρα, να αγκαλιάζει τον δεξί του ώμο ενώ οι μύτες της μακριάς, άχρωμης χαίτης του να γεννάνε άγρια τριαντάφυλλα. Το πρόσωπό του σε κοιτούσε με το ένα μάτι ενώ το στόμα του ανέκφραστο και λεπτό χωρίς πολλά να σου πει και να εκμυστηρευτεί. Άρπαξε ένα μπουκάλι που ήταν πεσμένο δίπλα του και άδειασε το περιεχόμενό του μέσα στο στόμα. Ο λαιμός του έκαψε από το αγνό οινόπνευμα , μα του είχε γίνει πλέον συνήθεια. Μόνο έτσι θα κατάφερνε να ολοκληρώσει το υποτιθέμενο έργο έγκαιρα. Ο μήνας τελείωνε και αυτό σήμαινε πως η μέρες των λογαριασμών πλησίαζαν. Έτριψε το πρόσωπό του και βόγκηξε. Δεν του άρεσε τίποτα από αυτή την αναθεματισμένη πραγματικότητα. Δεν ήθελε τίποτα: δεν ήθελε κανέναν, μονάχα να τον κάλυπτε το ίδιο σκοτάδι που σκίαζε τους πίνακές του και να τελείωνε το βασανιστήριό του. Πετάχτηκε όρθιος και οι κραυγές που έβγαιναν από το λαρύγγι του αντήχησαν σε ολόκληρη τη γειτονιά. Είχε καλύψει το πρόσωπό του με τα χέρια του και τα μάτια του σφιχτά, σαν να έβλεπε τον χειρότερο εφιάλτη της ζωής του και τυραννιόταν στο να ξεφύγει. Μα δεν έβλεπε κάποιο άσχημο όνειρο, ούτε βρισκόταν βυθισμένος σε λήθαργο. Ζούσε και αυτό το μαρτύριο ήταν το πιο οδυνηρό όλων. Εάν είχε την αντοχή και το θάρρος να θέσει ένα τέλος θα το έκανε και δεν θα λογάριαζε οικογένεια, φίλους και συγγενείς. Στο κάτω κάτω της γραφής όλοι αυτοί τον είχαν ξεγράψει προτού ο ίδιος ξεγράψει την οποιαδήποτε θέληση για ζωή και επιβίωση.

Έτεινε το χέρι του και έπιασε ένα ακόμα μπουκάλι. Το πέταξε με τόση μεγάλη δύναμη και φόρα στον τοίχο που το γυαλί διασκορπίστηκε σε χιλιάδες κομματάκια στο δάπεδο ενώ ο ίδιος έπεσε γονατιστός. Κανένα δάκρυ δεν έπεφτε και όμως έκλαιγε. Για ποιο λόγο ανέπνεε; Για ποιο λόγο ξυπνούσε κάθε πρωί; Για ποιο λόγο ζωγράφιζε και δημιουργούσε; Δεν του είχε απομείνει πλέον τίποτα. Κοπάνησε με την γροθιά του το ξύλο του πατώματος ώσπου το δέρμα στο χέρι του σκίστηκε και τα κόκαλα ράγισαν. Δεν έπαψε να φωνάζει. Ο λαιμός του τον έγδερνε. Δεν ήταν αυτός ο κόσμος του. Δεν ήταν αυτή η ζωή που κάποτε επιθυμούσε και ονειρευόταν... που κάποτε ζούσε.

Ύστερα το τίποτα.

Ένας μόνο γδούπος και το σκοτάδι.

Ο ήλιος πλέον δεν έλουζε αδιάκοπα το περιβάλλον γύρω του μα ούτε τα μάτια του έτσουζαν.
 Ίσως, ο ποθητό τέλος να ήταν αυτό.

ΑδάμαστοςWhere stories live. Discover now