Δειλά πρωινά

74 14 13
                                    

            Ο ήλιος υψωνόταν και έπεφτε και ύστερα σαν κάποιο παιχνίδι τον διαδεχόταν η χλωμή σελήνη. Και ξανά. Το δωμάτιο είτε βυθιζόταν σε εκτυφλωτικό φως που έκαιγε τα πάντα στο διάβα του ή χανόταν στο σκοτάδι της νύχτας, καταπίνοντας κάθε γωνιά και μαζί του τον ίδιο. Ο χρόνος έτρεχε με μανία και εκείνος παρέμενε στάσιμος να παρακολουθεί την αργή του κατάρρευση. Όταν όλα έστεκαν τόσο περήφανα και ζωντανά, ο ίδιος τα δηλητηρίαζε και τα κατέστρεφε. Οι φωνές στο κεφάλι του δεν τον άφηναν να ηρεμήσει λεπτό. Ούρλιαζαν. Τρεις από δαύτες τον χτυπούσαν εκεί που πονούσε περισσότερο. Του υπενθύμιζαν μέσα από τρομακτικά αλυχτήματα πως ήταν ένας άχρηστος. Δεν είχε σημασία εάν ζούσε. Κανείς δεν ενδιαφερόταν αν τον σκέπαζε το άγονο και ξερό χώμα και κανείς δεν θα έχυνε δάκρυα για τον χαμό του.
Που είχαν πάει τα μεγαλεπήβολα όνειρά του για μια καλύτερη ζωή;
Πόσες ήταν οι φορές που είχε προσπαθήσει να καταλαγιάσει τον πόνο του μια για πάντα. Σε πόσους εραστές είχε ζητήσει εκείνη τη μοναδική στιγμή αποκορύφωσης, το γράπωμα στο λαιμό του να γίνει πιο σφικτό, πιο βίαιο. Ήθελε να αισθανθεί την καρδιά του να παλεύει στο στήθος του. Ήθελε να δακρύσει από την έλλειψη αέρα. Τον εκστασίαζε η σκέψη ενός απίστευτα δυνατού οργασμού, αλλά κι αυτό το απότομο τέλος˙ η πτώση της αυλαίας σε ένα μικρό έργο που κανένας δεν πάτησε το πόδι του να παρακολουθήσει ούτε από περιέργεια ή έστω και λύπηση. Μα όσο και να ικέτευε, τόσο εκείνοι έτρεχαν μακριά του, εγκαταλείποντάς τον μέσα στη γύμνια και στη ντροπή.
Δεν του έμεινε τίποτα στο τέλος. Ακόμα και οι πίνακες που είχαν γεμίσει το εργαστήρι του ήταν παρατημένοι από τον ίδιο. Όπως του συμπροφερόταν η ανθρωπότητα έτσι και εκείνος έμαθε να συμπεριφέρεται σε ότι γεννούσε το μυαλό και το χέρι του. Για αυτό δεν τελείωνε ποτέ κανένα έργο και κατέληγε ξανά και ξανά στην καυτή και πικρή αγκαλιά κάποιου ποτού. Πότε ήταν η τελευταία φορά που αισθάνθηκε πραγματικά περήφανος με τον εαυτό του και το ταλέντο για το οποίο κάποια στιγμή, κάποια μέρα υπερηφανευόταν δίχως σταματημό;
Που είχε καταχωνιάσει την ανάγκη του για ζωή;
Το κάλυμμα τραβήχτηκε προς τα κάτω μα τα χέρια του βρίσκονταν καρφωμένα πλάι του και πάνω στο στρώμα. Το ταλαιπωρημένο κορμί του εκτέθηκε σε φως και καθαρό αέρα από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Ένα δροσερό και άκακο αεράκι στέγνωσε τον ιδρώτα σε κάθε σπιθαμή του κορμιού του ενώ ο ενοχλητικός ήχος των φυλλωσιών έγδερνε τα αυτιά του.
«Αρκετά, πιστεύω» ανασηκώθηκε με μισόκλειστα τα μάτια του. Τον πονούσαν και έτσουζαν. Τα δάχτυλά του ασυναίσθητα έπιασαν τις τούφες των μαλλιών του. Ξηρές και λαδωμένες. Είχε μέρες να βυθίσει το κορμί του στη μπανιέρα. Κάθισε στο στρώμα και αγκάλιασε τα γόνατά του, χώνοντας ανάμεσα τους το κεφάλι του. «Για πόσο θα τραβάς τον εαυτό σου πιο κάτω;» επέμενε. Το βλέμμα του έπεσε στο πλάι. Ήθελε να ρίξει μια κλεφτή ματιά σε εκείνον όπου ανήκε η φωνή αυτή. Μήπως ήταν μια ακόμα παράσταση του μυαλού του; Σαν εκείνες τις πολλές που τον διασκέδαζαν κάτι βράδια παλιά; Πόσες φιγούρες χόρευαν στο εργαστήρι του; Πόσα χρώματα ζωντάνευαν και τον ζέσταιναν όσο εκείνος απλά χρωμάτιζε τις δικές του εικόνες; Όσο περιπλανιόταν στα άδεια δωμάτια της μεγαλοπρεπής μονοκατοικίας, όσο το δάπεδο έτριζε σε κάθε του βήμα άλλο τόσο οι απροσδιόριστες αυτές φιγούρες ακολουθούσαν το κάθε του βήμα˙ σκιές στους τοίχους και μορφές που μονάχα με την άκρη του ματιού του μπορούσε να τις διακρίνει. Δεν ήταν μόνος. Ποτέ του δεν ήταν μόνος και τώρα...ακόμα και τώρα του κρατούσαν συντροφιά όταν είχε φτάσει πιο κοντά στον θάνατο από κάθε άλλη φορά.
Από συνήθεια το χέρι του έπεσε στο μικρό τραπεζάκι δίπλα από το κρεβάτι, ξύλινο και στρογγυλό, με φθαρμένο χρώμα που αργά αργά το εγκατέλειπε. Πάνω του βρισκόταν ένα ξυπνητήρι με δείχτες σταματημένους για μήνες ατελείωτους στις έξι και είκοσι, μια καρτέλα ηρεμιστικών με δυο χάπια και αυτό που τόσο λαχταρούσε να πάρει στα χέρια του.
«Μην κάνεις τον κόπο. Φρόντισα να αδειάσω το σπίτι από κάθε ίχνος αλκοόλ εδώ πέρα. Για το όνομα του θεού, Λουί! Περισσότερο ουίσκι και βότκα είχες στα ράφια σου και σε κάθε επιφάνεια, παρά φαγητό» δεν χρειαζόταν το κήρυγμα του. Όποιος και να ήταν είχε ανάγκη το κήρυγμά του. Έσφιξε την γροθιά του και την κοπάνησε στο κομοδίνο ενώ έγειρε το κεφάλι του για να τον κοιτάξει. Η όρασή του ήταν ακόμα θολή και το φως έπαιζε με τις εικόνες γύρω του. Μπορούσε να διακρίνει μια ντυμένη κορμοστασιά και χέρια να παρασέρνονται σε τυφώνα χειρονομιών, μα το πρόσωπο δεν μπορούσε να το διακρίνει. Έτριψε τα μάτια του δυνατά και κούνησε το κεφάλι του. «Έχει ζεστό νερό για να κάνεις μπάνιο. Πετσέτες έχω ήδη βάλει μέσα. Θα σε περιμένω κάτω στη κουζίνα» ήταν οι τελευταίες λέξεις και έπειτα ο γδούπος της πόρτας τράνταξε τα μέσα του. Ακόμα δεν μπόρεσε να δει το πρόσωπο και να θυμηθεί. Φυσικά, θα μπορούσε εύκολα να φωνάξει την αστυνομία μα ίσως τότε να γελοιοποιούσε τον εαυτό του. Θα έβριζαν, θα γελούσαν μαζί του και σαν δαίμονες θα τον στοίχειωναν.
Έσυρε το κορμί του παρασέρνοντας το κατωσέντονο μαζί. Τύλιξε το λευκό ύφασμα γύρω από τη πλάτη του και βημάτισε στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Το ίδιο αεράκι που τον ξύπνησε έπαιζε με τα φυτά της αυλής, ενώ πιο πέρα, μακριά από τον χαμηλό φράχτη της μονοκατοικίας, πέρα από το άγονο σχεδόν χώμα του κήπου του, απλωνόταν η θολή εικόνα μιας ήσυχης γειτονιάς. Κοντοστάθηκε στον τοίχο και δίπλωσε τα χέρια του πάνω στο στέρνο του. Τα μάτια του κοιτούσαν επίμονα τον ορίζοντα, όσο το μυαλό του παρέμενε άδειο από κάθε σκέψη και συλλογισμό. Οι ανάσες του ήταν απαλές και σιγανές.
Φοβόταν πως αν εισέπνεε βαθιά τον καθαρό αέρα, θα πονούσε το στήθος του και θα τον έπνιγε. Διστακτικά άπλωσε το χέρι του προς τα έξω σαν να προσπαθούσε να πιάσει κάτι. Σαν να προσπαθούσε να κρατηθεί από κάτι που θα τον βαστούσε όρθιο. Δάκρια μούσκεψαν τα μάτια του και δάγκωσε το κάτω χείλος του με βία, απομακρύνοντας τον ίδιο από τον έξω κόσμο – τόσο σκληρός και ανελέητος – κλείνοντας την πόρτα με δύναμη. Έστριψε το σιδερένιο χερούλι για να κλειδώσει και με μια μονάχα κίνηση τράβηξε τις κουρτίνες.
Γύρισε την πλάτη του και τα πόδια του τον έφεραν μπροστά από το κρεβάτι. Το κοίταξε μια και δυο φορές και έπειτα έριξε κάτω το σεντόνι του μαζί με ένα βλέμμα αποστροφής. Το γυμνό του κορμί έτρεμε από το κρύο μα δεν αισθανόταν. Είχε ανατριχιάσει ολόκληρος και όταν έφερε το ένα του χέρι μπροστά στα μάτια του, τότε μόνο συνειδητοποίησε πως το τρέμουλό του δεν είχε σταματημό. Η ανάσα του αύξησε ταχύτητα και η καρδιά του κοπανιόταν μέσα στο κλουβί της. Μετά ακολούθησε ένα επίμονο βουητό στα αυτιά του και στο κεφάλι του. Πριν το καταλάβει είχε βρεθεί γονατισμένος με τα χέρια στο πρόσωπό του όσο εκείνο τιναζόταν και να τιναζόταν, πέρα δώθε, πέρα δώθε αδιάκοπα.
Εκείνοι επέστρεφαν. Επέστρεφαν με νέες προσβολές και με τα ίδια ουρλιαχτά. Τα χείλη του ξεράθηκαν στη προσπάθεια να βρει μια σωστή ανάσα, ενώ κουνούσε το κορμί του μπρος και πίσω με την προοπτική ότι η κρίση αυτή θα περνούσε σύντομα. Κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες να βγάλει λέξεις από το στόμα του μα ό,τι κατάφερνε να ελευθερωθεί ήταν άγριοι ψίθυροι που απαιτούσαν στις αναθεματισμένες φωνές να σκάσουν.
Να βγάλουν τον σκασμό εκλιπαρούσε, και να τον αφήσουν ήσυχο. Να τον αφήσουν ικέτευε με αναφιλητά. Γρονθοκοπούσε το δάπεδο ξανά και ξανά, φώναζε και έκλαιγε, ακατάπαυστα όλο του το είναι είχε παραδοθεί σε έναν ζωντανό εφιάλτη. Και τη στιγμή που άρχισε να πιστεύει πως ο πόνος δεν θα τελείωνε ποτέ, την στιγμή εκείνη που κατέρρεε ολόκληρος, δυο χέρια τον τύλιξαν και τον έσπρωξαν σε μια ζεστή και αναπάντεχη αγκαλιά. Ευθύς, ο Λουί γραπώθηκε πάνω της και ξέσπασε σε δυνατά κλάματα, ενώ ένα χέρι του χάιδευε τα μαλλιά και μια απαλή φωνή τον καθησύχαζε όπως μια μητέρα το μικρό της παιδί. Το άρωμα που τον έπνιγε ήταν τόσο οικείο. Του θύμιζε ρόδα και γιασεμιά, ένας περίεργος συνδυασμός που όμως κατάφερε να τον ηρεμήσει και να του προσφέρει γαλήνη στο μυαλό...στη καρδιά. «Είναι δύσκολο, το ξέρω. Δεν θες άλλο να το παλέψεις. Απλά θες να σταματήσεις να αισθάνεσαι, να πονάς. Θες ένα τέλος γιατί η ίδια η ζωή αυτή τη στιγμή σε πονά» έγειρε στο αυτί του Λουί και το χέρι του χάιδευε την πλάτη του. «Καταλαβαίνω καθετί που αισθάνεσαι αυτή τη στιγμή, μα δώσε μια ακόμα ευκαιρία στον εαυτό σου» έφερε τα χέρια του στο πρόσωπο του Λουί και πλέον τον κοιτούσε κατάματα. Πλέον, ακόμα και μέσα από τα δάκρυά του, ο Λουί μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο εκείνου που τον φρόντιζε τόσες μέρες. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά, μακρόστενο πρόσωπο με έντονες γωνίες και ζυγωματικά, λεπτά χείλη και ένα ζευγάρι μελιά μάτια που θα ορκιζόταν πως τα ένιωθε να τρυπάνε τη ψυχή του. Δεν τον είχε ξαναδεί. Δεν τον είχε συναντήσει ποτέ ξανά, παρόλα αυτά η οικειότητα παρέμενε το ίδιο έντονη πάνω του.
Τον έσπρωξε ελαφρά μακριά του. Ο οργανισμός του είχε επιστρέψει στους φυσιολογικούς του ρυθμούς ενώ πλέον μπορούσε να πει με κάποιο δειλό καμάρι πως κρύωνε. Ο ξένος του χαμογέλασε φιλικά και σηκώθηκε.
«Ένα βήμα τη φορά, ναι;» έφυγε.
Ο Λουί έριξε το κεφάλι του προς τα πίσω και μια σκέψη περνούσε στο μυαλό του: ένα μπάνιο με ζεστό νερό δεν ήταν και τόσο κακή ιδέα πια.

ΑδάμαστοςWo Geschichten leben. Entdecke jetzt