Παρακμή

58 11 7
                                    

Η βροχή έπεφτε με δύναμη στα παράθυρα και ο αντίλαλος είχε γεμίσει το σπίτι. Ο καιρός άλλαξε απότομα. Κανείς δεν το περίμενε και σύντομα οι δρόμοι γέμισαν με απελπισμένους ανθρώπους να τρέχουν πέρα δώθε, αναζητώντας κάποιο υπόστεγο που τους προστάτευε από τον ξαφνικό κατακλυσμό. Η βουή της βροχής είχε καλύψει τον οποιοδήποτε εξωτερικό ήχο και σε συνδυασμό με τον δυνατό αέρα προκαλούσε ανατριχίλα και ένα αχνό συναίσθημα φόβου. Ο δε ουρανός είχε γεμίσει με κατάμαυρα σύννεφα που κουβαλούσαν τόνους νερού, έτοιμα να καταποντίσουν την μικρή αυτή πόλη, ενώ ο ήλιος είχε χαθεί πια πίσω τους. Η ημέρα αντικαταστάθηκε από τη νύχτα ώρες πριν την καθιερωμένη ανοιξιάτικη μετάβαση.
Ο Μορίς τράβηξε τις κουρτίνες του σαλονιού και άνοιξε το μικρό πορτατίφ στο τραπεζάκι δίπλα από τον βελούδινο καναπέ. Ο χώρος γύρω του γιόμισε με ζεστό φως. Δεν ήταν έντονο, μα αρκούσε για να συμμαζέψει λίγο τις επιφάνειες και να βάλει λίγη τάξη. Βάσταξε γερά το φουντωτό φτερό και ξεκίνησε με την βιβλιοθήκη. Τα μάτια του έλαμψαν στο θέαμα της. Ήταν αρχοντική! Το ύψος της κόντευε να αγγίξει το ίδιο το ταβάνι και το ξύλο με το οποίο κατασκευάστηκε ήταν χαραγμένο και σμιλευμένο με τέτοια τεχνική που στις κορυφές και στα στήριγμα της διακρίνονταν ανάγλυφες λεπτομέρειες που μόνο ένας σωστός καλλιτέχνης θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει. Άγγιξε το γυαλισμένο ξύλο και το χάιδεψε ευλαβικά. Στα νιάτα του αυτό το σπίτι θα ξεχώριζε ανάμεσα στα υπόλοιπα, και ο Λουί ήταν ιδιαίτερα τυχερός που το απέκτησε ως κληρονομιά. Θα ήταν κρίμα να γκρεμιζόταν και στη θέση του να έκτιζαν κάποια βαρετή και μονότονη πολυκατοικία. Με το φτερό φρόντισε να το ξεσκονίσει όσο πιο προσεκτικά μπορούσε. Τα ράφια ήταν γεμάτα και δυστυχώς η παλιατζούρα και τα σκουπίδια επικρατούσαν, ενώ τα βιβλία ήταν ελάχιστα μαζί με κάποιες κορνίζες. Ένα – ένα, λοιπόν, ο νεαρός άνδρας τα πήρε στα χέρια του, τα καθάρισε από κάθε μικρό κόκκο σκόνης και τα τοποθέτησε έτσι όπως τους άρμοζαν. Στα τσαλακωμένα χαρτάκια και τα άδεια μπουκάλια οινοπνεύματος συμπεριφέρθηκε όπως ακριβώς τους άξιζε: γέμισε με δαύτα την μεγάλη μαύρη σακούλα απορριμμάτων που τον συντρόφευε στο δωμάτιο.
Έριξε μια γρήγορη ματιά τριγύρω. Σειρά είχε το τραπεζάκι του καφέ με την γυάλινη επιφάνεια, η βιτρίνα με τις γυάλινες πόρτες και τα κρυστάλλινα ποτήρια, οι πίνακες που τόσο μοναχικά γέμιζαν τους τοίχους και μετά τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού.
Έφτιαξε το ένα μανίκι του πουκαμίσου και το τύλιξε μέχρι τον αγκώνα από οπού είχε αποδράσει. Η βροχή συνέχιζε να παίζει το δικό της τραγούδι και ανά τακτά χρονικά διαστήματα την διέκοπταν και τρανταχτές βροντές. Η καταιγίδα είχε τον κυρίαρχο ρόλο εκείνη την ημέρα. Γρήγορα είχε σβήσει μια όμορφη και γαλήνια μέρα. Γρήγορα την είχε μετατρέψει σε κάτι σκοτεινό.
Όταν πια βγήκε από το δωμάτιο, έκλεισε τις δύο συρταρωτές πόρτες πίσω του και κοντοστάθηκε με ένα θλιμμένο βλέμμα στο πρόσωπό του. Ο Λουί βρισκόταν αρκετή ώρα στο μπάνιο του επάνω ορόφου. Το πρωινό που του είχε ετοιμάσει με τόση προσμονή δεν ολοκλήρωσε τον σκοπό του. Αντίθετα, του προκάλεσε αρκετή ταραχή στο στομάχι και τον έστειλε κατευθείαν στο μικρό μπάνιο του επάνω ορόφου. Τα μάτια του αντίκρισαν την κουζίνα και το γεμάτο τραπέζι. Το πιάτο του Λουί είχε ακόμα στην αγκαλιά του μισή φέτα από το ψημένο αλλαντικό και οι τηγανίτες βρίσκονταν διαμελισμένες και διασκορπισμένες σε διάφορα μεγέθη κομμένες. Σφαγή. Αυτή η λέξη του ήρθε στο μυαλό κατευθείαν. Μια σφαγή και τα θύματα κείτονταν άσκοπα στο πάτο με λάδι και βούτυρο περιχυμένα. Έριξε την πετσέτα στον ώμο του και ανάβοντας τον διακόπτη, εισχώρησε στη κουζίνα πια για να την περιποιηθεί και να την καθαρίσει. Το μυαλό του, όμως, βρισκόταν μονάχα στον Λουί.
Ήταν πάντοτε τόσο ήσυχος;
Ήταν πάντα κλεισμένος στον εαυτό του; Η μήπως υπήρξε κάποια εποχή, μια μέρα, ή έστω μια ώρα όπου είχε δώσει στον εαυτό του την ευκαιρία να ξεφύγει από τις μαύρες στοές της ψυχής του και να απολαύσει τον φρέσκο και ζεστό αέρα του κόσμου που ξετυλιγόταν γύρω του; Ήταν ένας καλλιτέχνης αν μη τι άλλο. Ένας ταλαντούχος νέος που για κάποια φεγγάρια η μικρή αυτή πόλη μιλούσε για τα έργα του ακατάπαυστα.
Πέρασε το βρεγμένο πανί πάνω από τον πάγκο και καθάρισε το μάρμαρο από τα λάδια και τα ψίχουλα. Φρόντισε μετά να το σαπουνίσει γρήγορα με το σφουγγάρι και να το ξεπλύνει, αφήνοντάς το μοσχοβολιστό και καθαρό, έτοιμο για την επόμενη του απόπειρα να ταΐσει τον νεαρό του συγκάτοικο. Το νερό της βρύσης έλουσε το πανί και αυτό με τη σειρά του απορρόφησε τις σαπουνάδες και απαλλάχτηκε από δαύτες στον νεροχύτη. Σύντομα ολόκληρη η κουζίνα μύριζε φρέσκο λεμόνι, τα πιάτα γυάλιζαν αστραφτερά στην στραγγίστρα και η λευκή κουρτίνα της πορτούλας που οδηγούσε στον κήπο, χόρευε απαλά με το δροσερό αεράκι και την βροχή απέξω να τραγουδά σιγανά. Τα βήματά του τον έφεραν ακριβώς απέναντί της. Έπιασε το ασημένιο χερούλι και την τράβηξε με δύναμη να κλείσει. Έπειτα, κόλλησε το πρόσωπό του στο τζάμι και κοίταξε ξανά έξω. Οι δρόμοι είχαν αδειάσει και τα παράθυρα έκλειναν το ένα μετά το άλλο. Ο Μορίς χαμογέλασε κάπως μελαγχολικά σε κάποια ανάμνηση που τον τράνταξε.
Τον Λουί τον είχε γνωρίσει μια τέτοια μουντή μέρα. Πρέπει να είχε περάσει τουλάχιστον ένας χρόνος από τότε. Είχε καταφέρει να αναδείξει κάποιους πολύτιμους πίνακες σε μια μικρή έκθεση κοντά στη πλατεία. Τότε ήταν πιο ανοιχτός με τους ανθρώπους και παρόλο που είχε παρατηρήσει εκείνο το αχνό σύννεφο να μαζεύεται γύρω του, ήταν ακόμα νωρίς. Η καταιγίδα δεν είχε ξεσπάσει και ο ανερχόμενος αυτός καλλιτέχνης είχε μαγνητίσει τη προσοχή όλων. Γελούσε, συζητούσε κάποιες φορές περί ανέμων και υδάτων, άλλες για την επικαιρότητα˙ βρισκόταν μέσα σε όλα και δεν το έκανε για να ταιριάξει με τους ανθρώπους αλλά επειδή αυτός ήταν ο χαρακτήρας του. Επειδή του άρεσε να επικοινωνεί και εφόσον άκουσαν, αφουγκράστηκαν τα έργα του, τότε μπορούσε να τους έχει εμπιστοσύνη.
Φαγητό, μουσική, αναρίθμητοι καλεσμένοι και ένας νεαρός Λουί να βρίσκεται παντού και κάποιες φορές μονάχος μα περήφανος για τα παιδιά που έφερε στον κόσμο. Τότε τον είδε, όταν κοιτούσε με τόση στοργή έναν πίνακά του. Είχε ξεφύγει από τις ορδές των δίποδων που με θαυμασμό και περιέργεια του είχαν φάει το κεφάλι. Αδιάκοπες ερωτήσεις και απανωτές θεωρίες που δημιουργούσαν στο πόδι μήπως και ταιριάξουν καλύτερα με τον οικοδεσπότη. Είχε αφήσει στην άκρη τους τρόπους και την επικοινωνία και μαζεύτηκε για λίγο μέσα στο μικρό του κλουβί. Τα μάτια του όμως τα πρόδιδε μια αστείρευτη λάμψη. Δυο άστρα κρυμμένα από πίσω που φέγγιζαν ζεστά κάθε που αντίκριζαν τα χρώματα και τις φιγούρες κρεμασμένες προσεκτικά στους τοίχους. Ναι, μπορούσε να αισθανθεί την περηφάνια και την στοργή και αυτά τα συναισθήματα ήταν που τον τράβηξαν στο πλευρό του. Δεν μίλησαν πολύ εκείνο το βράδυ, μα είχε καταφέρει να έρθει σε επαφή με έναν κομμάτι του εαυτού του που ίσως κανείς άλλος να μην είχε προσέξει.
Τα ακροδάχτυλά του ακολούθησαν τις σταγόνες βροχής που σημάδευαν το τζάμι. Αυτό ακριβώς το κομμάτι ήθελε να ξανασυναντήσει, να φέρει ξανά στην επιφάνεια. Η καρδιά του πονούσε σαν να έβλεπε τον νεαρό αυτό άνδρα να χάνεται και να ξεθωριάζει σε έναν κόσμο που είχε ανάγκη˙ που κραύγαζε για χρώμα. Γύρισε το κορμί του και το στήριξε στην μικρή πορτούλα ενώ σύρθηκε χάμω με τα γόνατα λυγισμένα στο στήθος. Ο κόσμος είχε ανάγκη τον Λουί και ο Λουί τον ίδιο τον κόσμο. Ήταν μια σχέση αλληλεξαρτώμενη και μπορεί να μην το έβλεπε κανείς από τους δυο, αλλά όσο ο ένας χανόταν και σκοτείνιαζε άλλο τόσο και ο άλλος έπαυε να παλεύει και να προσπαθεί.
Για πόσο ακόμα; 

ΑδάμαστοςNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ