Δεύτερη ευκαιρία

97 22 10
                                    

 «Συνέρχεται. Οι ενδείξεις είναι αρκετά αισιόδοξες. Γιατρέ, τα καταφέρατε ξανά».
«Συγγενείς; Φίλοι; Ήρθε κανείς να τον επισκεφθεί;»
Φωνές...
Άγνωστες φωνές που γέμιζαν το κενό στο οποίο είχε ξεπέσει. Τον άρπαξαν με βία και τον έσυραν προς το φως εκείνο που για μέρες, ίσως χρόνια, ο ίδιος αγνοούσε. Άγνωστες φωνές, σιγανές, κρυφές. Όλο ψιθύριζαν και δεν διέφεραν σε τίποτα από εκείνες τις σκοτεινές φιγούρες που παραμόνευαν και σιωπηλά τον παρακολουθούσαν στην γειτονιά. 'Πως κατάντησε, έτσι;', 'άχρηστος, ακαμάτης. Ένας αχρείος και καταθλιπτικός ανθρωπάκος δίχως κάποιο νόημα'. Αυτά δεν σκέφτονταν όλοι τριγύρω του; Αυτή την εντύπωση δεν τους είχε δώσει όλα αυτά τα χρόνια;
«Κανένας».
«Δεν ειδοποιήθηκε η οικογένεια;»
«Δεν υπήρχε κανείς να ειδοποιηθεί».
«Κρίμα. Τόσο νέο παιδί. Ο γιος μου στην ηλικία του έχε χίλιες παρέες. Αμάν κάνω να τον πείσω να καθίσει και λίγο σπίτι».
Φωνές˙ ενοχλητικές, δεν έπαυαν να ηχούν στα αυτιά του: δεν τον άφηναν να χαθεί σε εκείνο το καθησυχαστικό τίποτα στο οποίο είχε ωθήσει τον εαυτό του. Δεν του επέτρεπαν να χαθεί για πάντα. Με αργούς, βασανιστικούς και άγριους ρυθμούς τον τραβούσαν, ώσπου ο γυρισμός πίσω ήταν πλέον ακατόρθωτος.
Τα μάτια του τρεμόπαιξαν στο δυνατό φως. Αισθανόταν. Άκουγε. Είχε επίγνωση του τι γινόταν γύρω. Πονούσε˙ σωματικά σαν να τον είχαν τρυπήσει με χιλιάδες βελόνες στον λαιμό και στην κοιλιακή του περιφέρεια. Πονούσε ψυχικά πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ντροπή και αγανάκτηση. Είχε χτυπήσει απότομα τον πάτο της πραγματικότητας και της ζωής του με τόση φόρα που τον είχε αφήσει αδύναμο.
Μόρφασε και έκανε μια κίνηση να γυρίσει το σώμα του στο πλάι. Πονούσε. Πονούσε που ένιωθε. Πονούσε που ήταν ανίκανος για κάτι τόσο απλό και καθημερνό.
«Σταμάτα. Οι γιατροί είπαν πως η παραμικρή απότομη κίνηση μπορεί να...»
Οι φωνές δεν σταματούσαν να του σκίζουν το κεφάλι και να εισβάλουν στο μυαλό του. Τι θέλανε; Σε τι αποσκοπούσαν;
«Θα πονέσεις. Ο οργανισμός σου δεν έχει συνέλθει ακόμα...»
Γέλασε, ίσως και η πρώτη φορά μετά από καιρό που δεν χρειαζόταν την βοήθεια ποτού για να χαμογελάσει. Μα ο πόνος ήταν φίλος καρδιακός του. Με αυτόν σηκωνόταν κάθε πρωί, και μαζί του πλάγιαζε κάθε βράδυ. Γιατί να τον σκιαχτεί και να τον αποκλείσει;
«Ο γιατρός θα έρθει ξανά αργότερα να 'ναι να σε εξετάσει. Όλα θα πάνε καλά. Θα βγεις από εδώ».
Θα φώναζε σε εκείνον που του άνηκε η φωνή. Θα απαιτούσε να βγάλει τον σκασμό και να πάψει να τον βασανίζει. Μια κραυγή χρειαζόταν που να τους διώξει όλους μακριά.
«Πού...βρίσκομαι;» μα η κραυγή γέννησε λέξεις, και οι λέξεις ήχησαν σαν ερωτικό μουρμουρητό: αυτό που δεν θέλει να μαθευτεί: θέλει να μείνει κρυφό ανάμεσα στους δυο που γέμιζαν το δωμάτιο.
«Ήρεμα τώρα».
Κοίταξε, ή έστω προσπάθησε να κοιτάξει. Σαν δάκρυα να είχαν κατακλύσει τα μάτια του, όλα τριγύρω έμοιαζαν θολά και με δυσκολία ξεχώριζε αντικείμενα από τον τοίχο. Σχήματα και χρώματα είχαν πια γίνει ένα. Μόνο μια μορφή έστεκε αλώβητη και ήταν εύκολο για αυτόν να διακρίνει κάποια βασικά χαρακτηριστικά, όπως φύλο και ύψος. Νεαρός άντρας, ίσως μερικά εκατοστά κοντύτερος από τον ίδιο.
Δύο χέρια του ακούμπησαν απαλά στους ώμους και τον ώθησαν να ανασηκώσει το ταλαιπωρημένο του σώμα. Δεν έφερε κάποια αντίσταση. Δεν κούνησε κανένα από τα μέλη του για να τον σταματήσει ή να βοηθηθεί κατά κάποιον τρόπο. Με το κεφάλι του γερμένο προς τα πάνω, επεξεργαζόταν το αινιγματικό πρόσωπο του αγνώστου άντρα. Από που τον γνώριζε;
«Δεν χρειάζονται βιαστικές κινήσεις, ναι;» η χροιά της κάποτε ενοχλητικής φωνής μετατράπηκε σε κάτι οικείο και θερμό. Ένας ήχος που δεν του βασάνιζε το μυαλό αλλά τον ηρεμούσε.
«Έτσι μπράβο!» φώναξε κάπως πιο δυνατά καθώς κατάφερε και τον έφερε σε μια πιο ίσια στάση πάνω στο κρεβάτι. «Τώρα μπορείς να φας άφοβα χωρίς να ανησυχούμε για το αν θα λερωθείς!»
Η όραση του όλο και καλυτέρευε. Το εκτυφλωτικό φως του ήλιου τον βοηθούσε στο να ξεχωρίσει τα διάφορα έπιπλα και αντικείμενα και σιγά – σιγά διέκρινε κάποιες λεπτομέρειες στην φιγούρα που τώρα καθόταν πλάι του.
«Φαΐ;» έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, σαν άνθρωπος που τώρα άρχιζε να μαθαίνει να μιλά και να καταλαβαίνει.
«Σούπα για την ακρίβεια. Θα ήταν μεγάλο ρίσκο να σου έδιναν ακόμα και κοτόπουλο με την ζημιά που έπαθε το στομάχι σου. Ξέρεις πόσο κακό του προκάλεσες με αυτές τις ποσότητες αλκοόλ που κατέβαζες κάθε μέρα και βράδυ;» περισσότερο παρακολουθούσε τις χιλιάδες κινήσεις των χεριών του παρά τα λόγια του. Τι περίεργο άτομο, σκέφτηκε, αλλά δεν μπήκε στον κόπο να ρωτήσει. Το κεφάλι του κουδούνιζε για ακόμα μια φορά.
«Αχ, πόσο ανόητος. Παρασέρνομαι και όλο μιλάω, μιλάω, ενώ εσύ δεν έχεις συνέλθει καλά – καλά ακόμα» χασκογέλασε και μετέφερε τον δίσκο με το μεσημεριανό από το κομοδίνο πάνω στα πόδια εκείνου που μόλις είχε ξυπνήσει από βαθύ λήθαργο. «Θα επιμείνω στο ότι πρέπει να φας» άρπαξε μονομιάς το κουτάλι και το βύθισε στην αχνιστή χορτόσουπα που ξεχείλιζε από το ειδικά απολυμασμένο ταπερ. Αφού το επανάφερε στην επιφάνεια, το σκούπισε προσεκτικά στην άκρη του δοχείου για να μην στάζει και με αργές κινήσεις το πλησίασε στο στόμα του. «Έλα, φάε».
Η μυρωδιά και μόνο του προκαλούσε αναστάτωση. Θα έβγαζε από μέσα σου ό,τι είχαν αφήσει οι γιατροί ύστερα από την πλύση στομάχου. Θα έβγαζε ακόμα και τα σωθικά του. Με μια απότομη κίνηση, έριξε το σώμα του στο πλάι και έκλεισε το στόμα και με τις δυο παλάμες, παλεύοντας να μην αποβάλλει τα εσωτερικά του υγρά και οξέα πάνω στον άγνωστο ή και στον ίδιο του τον εαυτό. Έμεινε ακίνητος για αρκετή ώρα. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε του φάνταζε ώρα ατελείωτη, μα στο τέλος κατάφερε και καταπολέμησε την ορμή του να κάνει εμετό. Πήρε μια βαθιά ανάσα και υπενθύμισε στον εαυτό του τα λόγια εκείνα που πάντα κατάφερναν να του δώσουν το απαραίτητο κουράγιο.
«Μην βασανίζεσαι άλλο. Τα κατάφερες. Δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλλεις για τίποτα. Όλα στο τέλος θα φανούν ανούσια μα εσύ θα τα έχεις ήδη ξεπεράσει». Όμως, αυτή δεν ήταν η δική του φωνή. Ήταν η γνώριμη εκείνη, η κάποτε ενοχλητική, που κουβαλούσε τις δικές του λέξεις. Πριν προλάβει να ρωτήσει τα 'τι', 'γιατί' και 'πώς', η πόρτα της κάμαρας στην οποία βρισκόταν άνοιξε και περισσότερη βαβούρα εισέβαλε. Περισσότερες φωνές τον κατέκλυσαν. Χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα και έφερε τα γόνατά του στο στήθος ενώ η πλάτη του αντίκριζε τους δυο άντρες με τις λευκές ρόμπες και τα χαρτιά στο χέρι. Δεν ήθελε να δει τίποτα. Δεν ήθελε να ακούσει τίποτα. Ήθελε να γυρίσει πίσω σε εκείνη τη ετοιμόρροπη κατοικία που ονόμαζε 'σπίτι'.
«Λοιπόν, όπως βλέπω εδώ,» ξεκίνησε. Η βαβούρα ξεκίνησε και ακριβώς όπως το φανταζόταν δεν θα υπήρχε κάποιο σύντομο τέλος. Με την άκρη του ματιού παρακολουθούσε τον άγνωστο ο οποίος κυριολεκτικά κρεμόταν από τα χείλια των γιατρών. Τι του φαινόταν το τόσο ενδιαφέρον; Γιατί έμενε; «, τα καλά νέα είναι πως δεν θα σε κρατήσουμε για πολύ»
«Υπάρχουν και κακά?» η οικεία φωνή έκανε την εμφάνισή της με τρόμο και ανησυχία.
«Όχι, όχι. Δεν θα έλεγα κακά ακριβώς. Απλά, όχι καλά» αναστέναξε και κατέβασε το χέρια του που τώρα κρατούσαν και τα δύο τον φάκελό του. «Ακούστε με,» γύρισε το βλέμμα του προς το κρεβάτι. Η ματιά του έκαιγε και το κάψιμο αυτό το αισθανόταν σαν έγκαυμα στην πλάτη του. Ανατρίχιασε και καλύφθηκε περισσότερο με τα σκεπάσματα. «Συνετό θα ήταν να τον παρακολουθεί κάποιος στο σπίτι για μερικό διάστημα. Μέχρι να γίνει βέβαιο πως δεν θα ξανακυλήσει. Μπορώ φυσικά να σας δώσω και μία λίστα με ονόματα και τηλέφωνα αν χρειαστεί πιο εξειδικευμένη βοήθεια».
«Καταλαβαίνω...» ο τόνος της φωνής τους έπεσε. Μα, εκείνος δεν άντεξε.
«Δεν χρειάζομαι ντάντεμα» απάντησε κοφτά.
«Λυπάμαι, αλλά η κατάχρηση αλκοόλ σας έφερε εδώ που βρίσκεστε».
Ανασηκώθηκε και για ακόμα μια φορά έβηξε. Τον ενοχλούσε ο λαιμός του, ήταν ξερός και τον γρατζουνούσε. «Είναι δική μου απόφαση το τι θα κάνω με την ζωή μου. Εάν πιστεύω πως το καλύτερο είναι να πίνω σε νεροπότηρα όσα αρμόζουν για τα κοντά ποτήρια, αυτό θα πράξω» πήρε μια μεγάλη ανάσα και έκλεισε τα μάτια του. Δεν ανεχόταν να κάνουν άλλοι κουμάντο στη ζωή του.
«Μην ανησυχείτε γιατρέ, θα του μιλήσω εγώ--»
«Όχι!» πετάχτηκε σαν ελατήριο από την θέση του και ευθύς μαζεύτηκε προς τα πίσω. «Όχι,» επανέλαβε, «απλά θέλω να γυρίσω σπίτι» με αργές κινήσεις κουκουλώθηκε και κούρνιασε σαν πληγωμένο ζώο. 

ΑδάμαστοςNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ