L'indomptable

58 10 12
                                    

Ο Μορίς κοίταξε με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη την θέα έξω από την μπαλκονόπορτα. Δεν βρίσκονταν πολλά σπίτια από αυτή τη πλευρά. Ο δρόμος απλωνόταν για λίγα μόνο μέτρα και έπειτα συνέχιζε ένα πλακόστρωτο μονοπάτι που οδηγούσε σε ένα από τα ωραιότερα πάρκα της μικρής αυτής πόλης. Τα δέντρα, ψηλά και περήφανα στέκονταν μαζεμένα όλα μαζί, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ενός δάσους˙ θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει σαν μια πύλη προς έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό από τον ήδη υπάρχον μα καθόλου λιγότερο πραγματικό. Ένα κομμάτι μέσα του μπορούσε να εξηγήσει το γιατί˙ γιατί επιλέχτηκε αυτό το δωμάτιο σαν χώρο δημιουργίας. Ο άνθρωπός αυτός είχε ανάγκη τη συνεχόμενη επαφή με τη φύση, με την ομορφιά της και την τελειότητά της. Έριξε μια ματιά στον άνδρα πίσω του και έτριψε σκεπτικός το πηγούνι του.
«Πιστεύω πως διάλεξες το καλύτερο μέρος για να φέρνεις στη ζωή τους πίνακές σου» σχολίασε γεμάτος ενθουσιασμό και δέος.
«Το φως του ήλιου λούζει πιο έντονα το δωμάτιο κάθε πρωί σε σχέση με το υπόλοιπο σπίτι» ξεκίνησε να εξηγεί με άχρωμη φωνή, καθισμένος στο παγωμένο πάτωμα και κοιτώντας γύρω του. Τέντωσε το χέρι του και έδειξε το μπαλκόνι «Το φως της ανατολής δεν πέφτει ολόκληρο από τούτη τη πλευρά αλλά είναι αρκετό για να ζεστάνει το χώρο. Το ίδιο συμβαίνει και με την δύση. Έχω όσο φως ακριβώς χρειάζομαι» ανασήκωσε τους ώμους «Βοηθάει πολύ περισσότερο από τις λάμπες και τα φωτιστικά» σχολίασε και έριξε το κορμί του πίσω, ξαπλώνοντας πάνω στο δάπεδο, «Ενώ πάλι το βράδυ, τα φώτα από τα γύρω σπίτια μοιάζουν σχεδόν μαγικά ακριβώς επειδή είναι ελάχιστα σε αριθμό» μονολόγησε, ενώ ο Μορίς τον κοίταξε ήσυχος για αρκετή ώρα. Σκεφτόταν και αναρωτιόταν πως αυτό το παιδί κατόρθωνε να χωθεί μέσα στο σκοτάδι της ψυχής του και ταυτόχρονα, όσο μιλούσε για την τέχνη του, απλά να παίρνει μια βαθιά ανάσα και να ανεβαίνεις προς την επιφάνια προτού βυθιστεί ξανά. Τα μάτια του περιεργάστηκαν την φιγούρα του Λουί, όντας ξαπλωμένος με τα χέρια πίσω από τον σβέρκο του και το ένα πόδι απαλά τοποθετημένο απάνω στο άλλο. Δεν τον ενοχλούσε το κρύο ούτε το σκληρό της επιφάνειας.
«Το σκοτάδι όταν πέφτει ο ήλιος απαλύνει με απόλυτη αρμονία το τεχνητό φως και η υφή που προσφέρει πάνω στον καμβά είναι ακαταμάχητη» φούσκωσε το στήθος του με μια βαθιά ανάσα και έπειτα από λίγες στιγμές έβγαλε προς τα έξω όλο τον αέρα που κρατούσε αιχμάλωτο με έναν αναστεναγμό. «Προτιμώ τις βραδινές ώρες να δουλεύω. Υπάρχει ησυχία. Δεν κυκλοφορεί κανείς έξω. Είναι μια παράξενη αίσθηση, εξωπραγματική˙ σαν να είσαι ο μοναδικός άνθρωπος που ζει και όλα γύρω σου είναι παγωμένα και νεκρά» Το κοφτό γελάκι του Μορίς αντήχησε στα αυτιά του νεαρού ζωγράφου ο οποίος ανασήκωσε το κεφάλι του για να τον κοιτάξει. Ένα τσίμπημα στην καρδιά του του προκάλεσε την εντύπωση πως ο άνδρας απλά τον περιγελούσε και κορόιδευε τα λόγια του.
«Λες περίεργα πράματα» είπε χαμογελαστά και άφησε μισάνοιχτη την μπαλκονόπορτα αγγίζοντας για λίγο το παγωμένο τζάμι με τα ακροδάχτυλά του.
«Μιλάς εσύ!» αντιμίλησε με μεγαλύτερο σθένος ο Λουί ο οποίος σηκώθηκε τινάζοντας το παντελόνι του από μπρος και πίσω. «Αποφάσισες να περιθάλψεις έναν άγνωστο στο ίδιο του το σπίτι. Αν κάποιος φέρεται περίεργα αυτός είσαι εσύ» έφερε τις μπροστινές τούφες των μαλλιών του πίσω από το αυτί του και άρπαξε το σκαμνάκι που βρισκόταν παραδίπλα. Ο Μορίς κατέβαλε προσπάθειες να βρει την κατάλληλη απάντηση στα λόγια του. Πράγματι, αν κάποιος έξω μάθαινε τί συνέβαινε σε τούτο το μικρό σπίτι, θα θεωρούσε την συγκατοίκηση αυτή άλογη.
«Ένας άγνωστος είναι καλύτερος από κανέναν, δεν συμφωνείς;» ο ήρεμος τόνος στη φωνή του κατάφερε να εκνευρίσει λίγο παραπάνω τον Λουί ο οποίος απλά κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. Έσυρε το σκαμνί μπροστά από τον καλυμμένο καμβά και κάθισε, τραβώντας με δύναμη το πανί που έκρυβε το μισοτελειωμένο του έργο. Ο Μορίς τον ακολούθησε και στάθηκε πλάι του με το ένα χέρι να αγκαλιάζει το πιγούνι του.
«Πάει καιρός από την τελευταία φορά που τον αντίκρισα» έφερε την γλώσσα του πάνω από τα ξερά του χείλη και την χτύπησε μετά απαλά στον ουρανίσκο του. «Απαίσιος όπως κάθε φορά» απέστρεψε το βλέμμα του. Ο Μορίς δεν μίλησε κατευθείαν απλά περιεργάστηκε την εικόνα.
Υπήρχε μονάχα ο σκελετός μια προχειροφτιαγμένης φιγούρας. Πλάτη και δύο χέρια να αγκαλιάζουν το ίδιο το σώμα στο οποίο στηρίζονταν, ενώ ένα αδειανό πρόσωπο γειρτό στο πλάι 'κοιτούσε' δίχως μάτια και στόμα. Τα μαλλιά έρεαν στην εικόνα, μακριά και μεταξωτά ενώ τα στόλιζαν άγρια τριαντάφυλλα με αγκάθια να απειλούν το παρθένο από κάθε ξένο άγγιγμα δέρμα. Με τη δεύτερη ματιά, ο Μορίς μπορούσε να δικαιολογήσει την αποστροφή που ένιωθε ο Λουί για το έργο του. Δεν υπήρχε ψυχή σε αυτό το σχέδιο. Η κίνηση, η κάθε κίνηση ήταν μηχανική – δεν προέρχονταν από ανθρώπινο οργανισμό με πείσμα και καρδιά. Το κεφάλι έμοιαζε τοποθετημένο απλά, σαν ένα άδειο βάζο σε ένα παλιό ράφι. Αν κάτι ζούσε εκεί μέσα αυτά ήταν τα τριαντάφυλλα με τα ματωμένα πέταλα τους και τα άγρια αγκάθια. «Πάνε μήνες από την τελευταία φορά που άγγιξα πινέλο. Από την τελευταία φορά που εργάστηκα πάνω του» ο Μορίς κοίταξε τον Λουί. Το σώμα του είχε αφεθεί, το ένα του χέρι είχε πέσει ενώ το δεύτερο στήριζε το κεφάλι του. Κοιτούσε πέρα από τον πίνακα. Χαμένος ακόμα μια φορά στις σκέψεις του.
«Πάνω του;»
«Ο Αδάμαστος» απάντησε με ένα νεύμα του κεφαλιού του προς τον καμβά «Όταν είχα αρχίσει το σχέδιο του γνώριζα από την πρώτη στιγμή το όνομά του. Ποιος ήταν και τί αντιπροσώπευε. Όταν καθόμουν εδώ ακριβώς και το πινέλο ερχόταν σε επαφή με τον καμβά, έπαιρνε ζωή και με καθοδηγούσε ώστε να αποτυπωθεί απόλυτα η μορφή του» Τα ακροδάχτυλά του χάιδεψαν τον πίνακα μελαγχολικά˙ έτειναν να πιάσουν ένα κομμάτι από το παρελθόν και να το φέρουν πίσω, μα αυτό έφευγε, έτρεχε μακριά τους. Το χέρι του ρίχτηκε κάτω, «όμως, όσο περισσότερο δούλευα, όσες ώρες χάνονταν σε τούτο το δωμάτιο, τόσο το ίδιο το νόημα ξεγλιστρούσε και η ψυχή του ξεθώριαζε. Κοίτα τον, Μορίς. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας άψυχος πίνακας. Τίποτα πάνω του δεν έχει ζωή. Είναι νεκρός. Ένας κουφάρι το οποίο σαπίζει όσο περισσότερο παραμένει εκεί» η ένταση της φωνής του όλο και ανέβαινε με κάθε φράση˙ με κάθε λέξη που ξεστόμιζε. Σαν να μαζεύονταν όλα τα συναισθήματα μέσα του και δημιουργούσαν ένα αναπόφευκτο χάος.
Σηκώθηκε. Περπάτησε με ίσιο κορμί προς τον πάγκο με τις μπογιές. Έφερε στα χέρια του ένα σωληνάριο με μαύρο χρώμα και το πίεσε πάνω στη παλάμη του. Με τον ίδιο βηματισμό επέστρεψε στον καμβά και στον Μορίς. Ένωσε τις παλάμες μεταξύ τους και τις έτριψε, απλώνοντας την υγρή μπογιά στο δέρμα του.
«Δεν αξίζει...» μονολόγησε και με μια κοφτή κίνηση άλειψε το χρώμα πάνω στον καμβά, μουτζουρώνοντας πρώτα το κεφάλι με συνεχόμενες κυκλικές κινήσεις - σχεδόν απελπισμένες- και ταυτόχρονα δάγκωνε τα χείλη του για να κρατήσει τα αναφιλητά κρυφά. Ο Μορίς δεν τον σταμάτησε. Αντιθέτως παρακολούθησε τον διαλυμένο του ψυχισμό να παίρνει τον έλεγχο και να τον ωθεί στο να καταστρέψει ένα από τα παιδιά του, έστω κι αν το θεωρούσε πια νεκρό. Θλιβερή εικόνα αυτή που είχε μπροστά του. Σε κάθε καλλιτέχνη δίνεται το χάρισμα να δημιουργεί και να γεννά, μα η καταστροφή, τί αντίκτυπο θα είχε άραγε αυτό στην ψυχή του Λουί; Μια μάνα, απελπισμένη από την απραξία και το ανύπαρκτο πνεύμα του παιδιού της, φθάνει στο όριο και τρελαμένη πράττει το αδιανόητο. Λύτρωση, ίσως; Τόσο για την ίδια τη μητέρα όσο και το τέκνο; Ή ένα στυγερό έγκλημα με βαθύ και αδιόρθωτο αντίκτυπο στις ζωές όλων;
Όσο τα ερωτήματα έτρεχαν στο μυαλό του, όσο προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει για ακόμα μια φορά την ανεξέλεγκτη παρόρμηση του Λουί, ο τελευταίος με περισσότερη μανία και οργή κακοποιούσε το έργο του. Τα χέρια του έπεφταν ξανά και ξανά πάνω στην άγρια επιφάνεια του καμβά και την μελάνιαζαν με το σκούρο αυτό χρώμα. Απέστρεψε το βλέμμα του. Δεν μπορούσε να κοιτάξει άλλο μα δεν είχε και δικαίωμα να τον σταματήσει. Πέρασαν αρκετά λεπτά όταν ο Λουί σταμάτησε και στην θέση της φιγούρας υπήρχε μια αχνή μορφή με μαυρισμένο το κεφάλι και γκρίζο φόντο γύρω, ενώ τα τριαντάφυλλα φάνταζαν να αιμορραγούν . Το χέρι του Λουί σύρθηκε από τον καμβά προς τα κάτω και έπειτα στάθηκε πλάι στο κορμί του. Έριξε το κεφάλι προς τα πίσω και με δάκρυα στα μάτια κάλυψε το στόμα του. Παρά την αντιξοότητα της συνειδητοποίησης τώρα πια ο πίνακας έμοιαζε πιο ζωντανός. Πλέον αντιστοιχούσε πανέμορφα με την κατάσταση του δημιουργού του και μπορούσε να τον συνοδεύσει σε τούτο το ταξίδι προς το φως.
Ο Μορίς έστρεψε όλη του την προσοχή πιά στον Λουί και με μια κίνηση τύλιξε τα χέρια του γύρω από το τρεμάμενο κορμί του νεαρού άνδρα. Τον κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του, φροντίζοντας να μην την σπάσει, προετοιμασμένος για την οποιαδήποτε κίνηση διαφυγής. Το παλικάρι απλά αφέθηκε και πιάστηκε από τη λευκή μπλούζα, μουσκεύοντάς την με δάκρυα. Το ένα χέρι του Μορίς χάθηκε μέσα στις παχιές σκούρες τούφες του Λουί και τον χάιδεψε στοργικά. Με ελαφρές κινήσεις κουνούσε πέρα δώθε τα κορμιά τους και τα χείλη του έβγαζαν μια χαμηλή μελωδία. Μέσα του, του γεννήθηκε η εντύπωση πως στα χέρια του βρισκόταν μονάχα ένα μικρό παιδί. Ένα μικρό παιδί το οποίο κάποτε μέσα από τη ζωγραφική κραύγαζε για αγάπη, μα πλέον την αναζητούσε μέσα στα ίδια του τα έργα. Όταν την εντόπιζε χανόταν στα τοπία και στους κόσμους που απεικόνιζαν. Έτρεχε και κουτρουβαλούσε στις πεδιάδες και στο πράσινο χορτάρι, ενώ τα βράδια διασκέδαζε με τις αμέτρητες φιγούρες που γέμιζαν το κενό μέσα του. Γελούσε και έκλαιγε μαζί τους. Μοιραζόταν τον έρωτα και τον θάνατο. Ζούσε μέσα τους. Έσφιξε λίγο την αγκαλιά και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τα μάτια του κοίταξαν τον πίνακα. Μα ίσως ήταν καιρός να απαρνηθεί το καταφύγιό τους και να βηματίσει σιγά σιγά στον σκιερό και πραγματικό κόσμο. Ίσως τότε, οι προσπάθειές του να μην φάνταζαν άκαρπες, μάταιες και ο Αδάμαστος για τον οποίο θρηνούσε να γεννιόταν ξανά μέσα από τις στάχτες του.
«Αξιοθρήνητος...αυτό σκέφτεσαι» τα λόγια του Λουί τον έκανα να γελάσει. Πίεσε το κεφάλι του λίγο περισσότερο στο στήθος του και παίρνοντας μια γερή ανάσα απάντησε:
«Όσο ένα πουλί που προσπαθεί ξανά και ξανά να πετάξει» τον κοίταξε μέσα στα μάτια και του χαμογέλασε γλυκά «Έχεις χιλιάδες ακόμα προσπάθειες μέχρι το τέλος της ζωής σου. Το πραγματικό ερώτημα είναι άμα είσαι διατεθειμένος να αφιερώσεις αυτό τον χρόνο που σου δίνεται απλόχερα στο να μάθεις να ανοίγεις να φτερά σου και να βρεθείς στον αέρα˙ ελεύθερος πια από κάθε αλυσίδα που σε κρατά στο έδαφος»
Η σιωπή που μοιράστηκαν ένωσε τις ψυχές τους με έναν τρόπο αδιανόητο. Τόσο που κανείς δεν μπορούσε να συλλάβει και να καταλάβει. Ο Λουί χάραξε στη καρδιά του τα λόγια που του πρόφερε ο Μορίς και εκείνος με τη σειρά του φρόντισε να κρατήσει τούτη τη στιγμή σαν πολύτιμο θησαυρό τόσο στο μυαλό και στις αναμνήσεις του όσο και μέσα του. Εκείνο το βράδυ, ο Λουί επέλεξε να κοιμηθεί στο εργαστήρι του, ίσως έτσι να κατάφερνε να συλλέξει τα κομμάτια που είχαν βυθιστεί στη λήθη: όλα εκείνα που θα του θύμιζαν από που ξεκίνησε και ως που μπορούσε να φτάσει. Ενώ, όπως κάθε άλλη φορά, ο Μορίς φρόντιζε ανά τακτά διαστήματα με κρυφές ματιές και ήσυχα βήματα να παρακολουθεί και να βεβαιώνει τον εαυτό του πως ο νεαρός ζωγράφος δεν διέθετε κανέναν κίνδυνο, τόσο από τον εαυτό του όσο και από την εξωφρενική του συνήθεια να κοιμάται δίχως σκεπάσματα.
Ένα ήσυχο βράδυ τους περίμενε και μια νέα αυγή θα χάραζε μα το τί θα έφερνε παρέμενε μυστήριο.

ΑδάμαστοςUnde poveștirile trăiesc. Descoperă acum