Κλέος πατρός

61 6 12
                                    

Πέλλα, άνοιξη 354 π.Χ.

Αναστάτωση επικρατούσε στο ανάκτορο της Πέλλας, της πρωτεύουσας του βασιλείου της Μακεδονίας, εκείνη τη μέρα του μηνός Δαισίου*, καθώς η τέταρτη γυναίκα του βασιλιά Φιλίππου**, η Ολυμπιάδα των Μολοσσών της Ηπείρου, κοιλοπονούσε δεύτερη φορά, ενώ ο άνδρας της βρισκόταν ακόμα σε εκστρατεία εναντίον της Μεθώνης***. Ώρες πολλές μπαινόβγαιναν στην κάμαρα της επιτόκου οι θεράπαινες, βοηθώντας τις βασιλικές μαμές και ψιθυρίζοντας με αγωνία για την έκβαση της γέννας, κι ένα τοσοδά ξανθό αγοράκι, κοντά στα δυο του έτη, λούφαζε στην αγκαλιά της τροφού του, πιπιλώντας τα δαχτυλάκια του και κλαψουρίζοντας πότε - πότε, όσο άκουγε τα βογγητά της μάνας...

«Ησύχασε, μικρέ μου πρίγκιπα» τον καθησύχαζε εκείνη, σφίγγοντάς τον στον κόρφο της και καταφιλώντας τον. «Μη φοβάσαι... Σε λίγο θα 'χεις αδελφάκι, ψυχή μου, γλυκέ μου εσύ Αλέξανδρε...»

«Θα τα καταφέρει λες η κυρά μας, Λανίκη;» τη ρώτησε μια νεαρή βάγια, κορίτσι σχεδόν. «Αν πάθει κάτι, αν... Ο βασιλιάς μας θα καταρρακωθεί, τη λατρεύει...»

«Άδικα τρέμεις, καλή μου» της απάντησε ψύχραιμη ωστόσο η αδελφή του αξιωματικού Κλείτου, μειδιώντας παράλληλα ενθαρρυντικά. «Η άνασσα Ολυμπιάδα είναι η πιο δυνατή γυναίκα που ξέρω, και μόλις ο δεσπότης μας Φίλιππος γυρίσει, θα τη βρει μ' άλλον έναν γιο ή μια θυγατέρα του πάνω στους μαστούς της...»

«Γέννησε!» έκραξε τότε χαρωπή μια άλλη υπηρέτρια, μεγαλύτερη, σπεύδοντας προς το μέρος τους. «Γέννησε η βασίλισσά μας, επιτέλους, κι είναι καλά, κι αυτή και το βρέφος!»

«Δόξα στους θεούς! Τι είναι, κυρά Θετίμα; Πες μας!»

«Θηλυκό! Και τι θηλυκό, ρόδινο, μπουμπούκι...»

«Μια μικρή πριγκίπισσα, λοιπόν! Να μας ζήσει!» αναφώνησε η Λανίκη, κι ύστερα έσκυψε  συγκινημένη στο αυτί του Αλέξανδρου: «Άκουσες, φως μου; Απέκτησες αδελφούλα! Πόσο θα χαρεί κι ο πατέρας σου...»

Και όντως χάρηκε ο Φίλιππος, όταν γυρνώντας απ' την εκστρατεία του αργότερα μες στο καλοκαίρι αντίκρισε για πρώτη φορά το τριών μηνών πλέον παιδί του, με το ένα του μάτι μόνο όμως, το ζερβό, γιατί το δεξί το είχε αφήσει για πάντα στη Μεθώνη... «Κλεοπάτρα θα ονομαστεί αυτή μου η κόρη η δεύτερη, αφού δοξάστηκε ο πατέρας της στη μάχη» δήλωσε περίλαμπρα, με το που κράτησε στα χέρια του το μωρό κοράσι κι εκείνο έβαλε τα κλάματα, τρομαγμένο που αντίκριζε τον κύρη του μονόφθαλμο από τα γεννοφάσκια του, μα το ηρέμησε μετά το ντάντεμα της Ολυμπιάδας και μέσα από την κούνια της στύλωσε το βλεμματάκι της σ' αυτόν με θάμβος, σαν να το ένιωθε τι σπουδαίος άντρας της έλαχε να τη σπείρει, και πλάι της ο μικρός Αλέξανδρος, ο αδελφός της ο μεγάλος, ο ομομήτριος και ομοπάτριος, που του ήταν γραφτό να γίνει κι αυτός πολύ σπουδαίος, την κυττούσε με τα νηπιακά ματάκια του τα δίχρωμα**** όλο αγάπη και δεν τη χόρταινε...


*Δαίσιος = μήνας του σεληνιακού αρχαίου μακεδονικού ημερολογίου, αντίστοιχος περίπου του Μαΐου


**Προηγούμενες σύζυγοι του Φιλίππου είχαν υπάρξει η Φίλα από τον ηγεμονικό οίκο της Ελιμείας (στον σημερινό νομό Κοζάνης), η πριγκίπισσα των Ιλλυριών Αυδάτη με την οποία απέκτησε την πρώτη του κόρη Κυνάνη και η Φίλι(ν)να η Λαρισαία που έγινε μητέρα του πρώτου του γιου, Φιλίππου Γ' Αριδαίου (η οποία πολύ πιθανόν να καταγόταν από τον ηγεμονικό οίκο των Αλευάδων).


***Η παραθαλάσσια πόλη Μεθώνη της Πιερίας, αποικία των Αθηναίων, πολιορκήθηκε και τελικά κυριεύτηκε από τον Φίλιππο Β' γύρω στον Ιούλιο του 354 π.Χ.


****Σύμφωνα με την παράδοση, ο Αλέξανδρος είχε ένα μάτι καστανό ή μαύρο και ένα γαλάζιο ή γκριζογάλανο.



Κλεοπάτρα η ΜακεδόνισσαWhere stories live. Discover now