Ο γυρισμός του αδελφού

41 2 12
                                    

Από τη μέρα που ο Φίλιππος ανακάλυψε τη σχέση της Κλεοπάτρας με τον Περδίκκα, την περιόρισε στον οίκο τους, ούτε στο ύπαιθρο γύρω απ' το παλάτι δεν την άφηνε να βγει, σαν το φάντασμα τριγυρνούσε η πριγκίπισσα και μαράζωνε, ξέροντας πως ο καλός της ήταν τόσο κοντά και ταυτόχρονα τόσο μακριά της, και η μητριά της που την έβλεπε σε αυτήν την κατάσταση πανηγύριζε μέσα της...

«Νόμιζες πως θα μένατε για πάντα κρυμμένοι με τον εραστή σου, Κλεοπάτρα, ε;» της πέταξε κάποια στιγμή ειρωνικά. «Λυπάμαι, καλή μου, όλα φανερώνονται κάποτε...»

«Τι εννοείς;» πρόφερε αποσβολωμένη η κοπέλα, και η λύπη της σιγά σιγά μεταμορφωνόταν σε θυμό με τη συνειδητοποίηση της πλεκτάνης... «Εσύ το έκανες; Ήξερες για μένα και τον Περδίκκα, και μας πρόδωσες;..»

«Ναι, το ήξερα» της απάντησε, μειδιώντας σαρδόνια εκείνη, και τέντωσε το κορμί της, αγέρωχα... «Εγώ σας είδα και σας μαρτύρησα στον πατέρα σου, έπρεπε να ξέρει τι κάνεις πίσω από την πλάτη του... Εξάλλου είχα λόγους να σας εκδικηθώ: εκείνος με απέρριψε για χάρη σου, κι εσύ είσαι υπέρ της μητέρας σου και του αδελφού σου και θα μπορούσες να επηρεάσεις τον Φίλιππο, οπότε μ' ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια...»

«Σκύλα! Σκύλα, άτιμη!» μούγκρισε η Κλεοπάτρα, το πρόσωπό της είχε τώρα αλλοιωθεί απ' τον θυμό και έτρεμε σύγκορμη, και σαν Μαινάδα των βακχικών μυστηρίων που κατείχε η μάνα της, όρμησε στη μητριά της και την έριξε στο χώμα, με δύναμη έξω απ' τη φτιαξιά της, και πήρε να τη γρονθοκοπάει με λύσσα, ενώ η Ευρυδίκη τσίριζε, μέχρι που τις έπιασε επ' αυτοφώρω ο Φίλιππος...

«Κλεοπάτρα!» άστραψε και βρόντηξε, μόλις τις είδε, και όρμησε να τις χωρίσει. «Τι κάνεις εκεί, τρελάθηκες; Πας να βλάψεις τη γυναίκα μου και το παιδί της;»

«Είναι τρελή η κόρη σου, Φίλιππε, τρελή! Με μισεί, θέλει να με σκοτώσει, κι εμένα και το μωρό μας, σαν να είχε μανία βακχική χύμηξε απάνω μου» κλάφτηκε αμέσως αριστοτεχνικά στον σύζυγό της η νεαρή βασίλισσα, τοξεύοντας με βλέμμα όλο φθόνο και κακία την προγονή της, και τότε ο πατέρας της πλησίασε την πριγκίπισσα βλοσυρός, σήκωσε το χέρι του και την κολάφισε δυνατά και από τις δυο μεριές στο πρόσωπό της που το κράταγε σκυμμένο, αφού τώρα δε βρισκόταν κοντά η Ολυμπιάδα να τον αποτρέψει...

«Ίδια η καταραμένη η μάνα σου κατήντησες από νωρίς! Μαινάδα, ζηλόφθονη, εκδικητική, επικίνδυνη... Φτου σου!» την ταπείνωσε κι άλλο, προσγειώνοντας το σάλιο του απάνω της, και πλέον με το ζόρι κρατιόταν να μη μπήξει σπαρακτικά τα κλάματα μπροστά του... «Εμπρός, τράβα στην κάμαρή σου και μην ξαναβγείς από κει, ποτέ! Χάσου να μη σε βλέπω, παλιοκόριτσο!»

Κλεοπάτρα η ΜακεδόνισσαOnde as histórias ganham vida. Descobre agora