Ματωμένος γάμος (γ΄ μέρος)

24 3 15
                                    

Άλλη μια θερμή καλοκαιρινή μέρα ανέτειλε, την επομένη του γάμου, και οι προσκεκλημένοι συνέρρεαν στο στάδιο των Αιγών, δίπλα στο ανάκτορο, εκεί όπου ο Φίλιππος είχε διαλέξει να οργανώσει μια φαντασμαγορική γιορτή που θα επισφράγιζε τις γαμήλιες τελετές και θα αποτελούσε το προοίμιο της πανελλήνιας εκστρατείας. Από νωρίς προσήλθαν και η Κλεοπάτρα με την Ολυμπιάδα και κάθισαν στους θρόνους που τους είχαν ετοιμαστεί, δίπλα από τη μητριά της, η οποία έριχνε το βλέμμα της στην πρωτινή βασίλισσα ξινά και με κάποιο κρυφό φόβο, η επάνοδός της στην Πέλλα τώρα που ο θείος της έλειπε την είχε κάνει να βουρλίζεται ακόμη περισσότερο και να ανησυχεί, και η αγέρωχη Ηπειρώτισσα από την άλλη την τόξευε με τον κανθό του ματιού της περιφρονητικά, σχεδόν δολοφονικά, η κοπέλα όμως ίσα που τα πρόσεχε αυτά τα βλέμματα, το μυαλό της ήταν αλλού, χαμένο και με ένα κακό προαίσθημα να της το τριβελίζει, που της το αύξανε το δέκατο τρίτο άγαλμα με τη μορφή του κύρη της πλάι σε αυτά των δώδεκα θεών που τα έβλεπε να μπαίνουν τώρα προπορευόμενα στο στάδιο, τα λόγια που απήγγειλε ο ηθοποιός Νεοπτόλεμος «φρονεῖτε νῦν αἰθέρος ὑψηλότερον...»*, και ο ταύρος ο στολισμένος για τη θυσία...

«Φοβάμαι, μάνα» τόλμησε και ομολόγησε στην Ολυμπιάδα κάποια στιγμή. «Κάτι κακό θα γίνει σήμερα...»

«Λογικέψου, κόρη μου... Τίποτα κακό δε θα συμβεί, είσαι απλά ταραγμένη ως νεόνυμφη» την καθησύχασε εκείνη, και τέντωσε το κεφάλι της με ένα ανερμήνευτο μειδίαμα, καθώς η πομπή προχωρούσε και φάνηκε να εισέρχεται τώρα στο στάδιο ο Φίλιππος, φορώντας μονάχα έναν λευκό χιτώνα, χωρίς πανοπλία, και εστεμμένος με χρυσά στεφάνια, πλαισιωμένος από τους δύο Αλέξανδρους, τον γιο και τον γυναικαδελφό και γαμπρό του, και ξοπίσω του αρκετά σύμφωνα με τη διαταγή του οι επτά σωματοφύλακες και οι εταίροι, μεταξύ των οποίων ο Περδίκκας, ο Λεοννάτος και ο Άτταλος του Ανδρομένους, κύμβαλα δυσοίωνα ήχησαν μες στον νου της Κλεοπάτρας σαν είδε τον πατέρα της ιλαρό και ξαρμάτωτο να χαιρετά τα πλήθη, οι χτύποι της καρδιάς της πολλαπλασιάστηκαν, και τότε...

...Βάδιζε με το βλέμμα χαμηλά ο Περδίκκας στο κατόπι του βασιλιά, με το δόρυ του ανά χείρας να το νιώθει βαρύ και ασήκωτο, προσπαθώντας να μην κυττάζει προς τις κερκίδες, εκεί όπου καθόταν η Κλεοπάτρα με την Ολυμπιάδα στο πλευρό της, εκθαμβωτική σαν θεά μες στα λευκά της νυφικά φορέματα, και σιγοκαίγοντας μέσα του από ζήλεια και θυμό απέναντι στον Αλέξανδρο τον Μολοσσό, αυτόν τον άγνωστο που θα του έκλεβε μια για πάντα την κόρη που αγάπησε, μα και με απογοήτευση για τον Φίλιππο που δεν έχασε την ευκαιρία να του δείξει ότι ήτανε κατώτερός της... «Αλίμονο, πριγκίπισσά μου... Πώς να σε ξεχάσω ο άμοιρος, μετά απ' το πλάγιασμα αυτό που κάναμε μαζί στην κάμαρά σου; Πώς να συνεχίσω να ζω, ξέροντας ότι το κορμί σου το αγκαλιάζει και το σπέρνει ο θείος σου, κι ότι θα αναστήσεις παιδιά απ' το δικό του σπέρμα κι όχι απ' το δικό μου;» συλλογιόταν πονεμένα, και δεν αντιλήφθηκε τον νεαρό συντοπίτη του και συνσωματοφύλακά του, τον Παυσανία από την Ορεστίδα, που έκανε δυο δρασκελιές μπροστά με μια έκφραση γεμάτη μίσος...

Κλεοπάτρα η ΜακεδόνισσαWhere stories live. Discover now