Η έβδομη σύζυγος (δ΄ μέρος)

34 3 12
                                    

Την επόμενη κιόλας μέρα, ο Φίλιππος έδιωχνε από την Πέλλα τον γιο του και τη γυναίκα του, κι εκείνοι με το κεφάλι ψηλά φόρτωναν τη σκευή τους και την πληγωμένη τους αξιοπρέπεια και αναχωρούσαν για την Ήπειρο, να φιλοξενηθούν κοντά στα αδέλφια της Ολυμπιάδας, τον βασιλιά Αλέξανδρο Μολοσσό και τη βασίλισσα Τρωάδα, αφήνοντας πίσω μαζί του την Κλεοπάτρα να πικραίνεται με αυτόν τον χωρισμό, που δεν ήξερε πόσο θα βαστούσε, «μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα», της είχε πει η μάνα της, καθώς την αποχαιρετούσε, μα η ίδια ένιωθε πως δε θα ηρεμούσαν ποτέ, το παλάτι ακόμη πιο τεράστιο τής φαινόταν τώρα που δεν τους είχε κοντά της και ο πατέρας της ήταν διαρκώς βαθιά χωμένος στα σκέλια της νέας του αλόχου, ετοιμάζοντας τον αυθεντικό Μακεδόνα διάδοχό του, δίχως να της δίνει καμιά απολύτως σημασία της κόρης του, ούτε να της δείχνει καθόλου έγνοια ή στοργή, «μητριά μου, η επηρμένη η ανιψιά του Άτταλου, που έχουμε μια ηλικία» συλλογιόταν κι ήθελε να ξεράσει, μόνο ο έρωτας εκείνου την παρηγορούσε...

«Έλα στην κάμαρή μου απόψε, Περδίκκα» τόλμησε και του ζήτησε ψιθυριστά εκείνη τη γλυκιά νύχτα του μήνα Γορπιαίου, που αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν περιπαθώς όσο ποτέ άλλοτε πλάι στην κολυμβητική δεξαμενή του ανακτόρου, τρεμουλιάζοντας σύγκορμη από το παρθενικό λαχτάρισμα της σάρκας της σαν να κρύωνε, ας ήταν κατακαλόκαιρο... «Σε θέλω, σε ποθώ τόσο πολύ, καίγομαι, λιώνω, αγάπη μου...»

«Κι εγώ σε ποθώ, Κλεοπάτρα, πεθαίνω από ίμερο για σένα, ψυχή μου... Μα δεν πρέπει, αν σμίξουμε τώρα και δε σε παντρευτώ, θα κηλιδώσω την τιμή σου, δια παντός... Κάνε υπομονή...»

«Πόση; Πόση πια;... Δεν αντέχω άλλο, θ' αρρωστήσω...»

«Όση χρειαστεί... Θα συμφιλιωθεί ο πατέρας σου μαζί τους και θα γυρίσουν η μάνα σου κι ο αδελφός σου, και τότε θα πλαγιάσουμε σε νυφική παστάδα και θα γίνω άνδρας σου κι εσύ γυναίκα μου, ολόδική μου» της υποσχέθηκε με παρόμοια λαχτάρα ο αγαπητικός της, γεμίζοντάς την ύστερα με χάδια και φιλιά παράφορα, φλογερά, που πυροδότησαν ξανά τους αναστεναγμούς της...

...Με μειδίαμα πονηρό, σχεδόν εκδικητικό, προσέγγισε η Κλεοπάτρα Ευρυδίκη τη συζυγική κρεβατοκάμαρα, πριν λίγο σεργιανούσε στο αίθριο του παλατιού και τα μάτια της είχανε βγάλει λαβράκι, αφού διέκρινε στο φως του φεγγαριού τον παραλίγο μνηστήρα της να χαϊδολογιέται με την προγονή της δίπλα στη δεξαμενή, «Ώστε έτσι, Περδίκκα, για αυτό με απέρριψες... Τώρα θα δείτε, κι εσύ κι η ερωμένη σου» είχε συλλογιστεί με πληγωμένο εγωισμό, και το μυαλό της συνέλαβε αμέσως την πλεκτάνη, άλλωστε η κόρη του ήταν η μόνη που μπορούσε να επηρεάσει τον Φίλιππο υπέρ της Ολυμπιάδας και του Αλέξανδρου, το γεγονός αυτό λοιπόν τής έδινε την κατάλληλη αφορμή για να τη διαβάλει στον κύρη της και να την υποσκελίσει μια και καλή...

Κλεοπάτρα η ΜακεδόνισσαWhere stories live. Discover now