Στην Ήπειρο (β΄μέρος)

18 3 11
                                    

Την άλλη μέρα κιόλας, οι γιοι του Ορόντη πήραν τον δρόμο της επιστροφής για τη Μακεδονία, αχάραγα είχε εγκαταλείψει ο Περδίκκας το ιμερτό το λέχος της αγαπημένης του, που είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του, φιλώντας τη με πόνο και λαχτάρα απαλά στο μέτωπο, για να μην την ξυπνήσει, και σύρθηκε ξανά πίσω στο δωμάτιο που τους φιλοξενούσε με τον Αλκέτα• όνειρο θάρρεψε για μια στιγμή πως είδε η Κλεοπάτρα, όταν ξύπνησε και δεν τον είδε πλάι της, και δάκρυα πήγαν να ανέβουνε στα μάτια της, μα σύγκαιρα, καθώς πασπάτευε τα τσαλακωμένα και νοτισμένα από τον ιδρώτα των κορμιών τους σεντόνια που είχαν ποτίσει ένοχα από τη μυρωδιά του καλού της, βρήκε αφημένο πάνω τους ένα δαχτυλίδι, το όνομά του είχε γραμμένο από μέσα, «ΠΕΡΔΙΚΚΑΣ ΟΡΟΝΤΟΥ», το πήρε λοιπόν τρυφερά στις χούφτες της και το φίλησε, στενάζοντας, κι αυτό το δαχτυλίδι πάλι κανάκευε τη βραδιά εκείνη, που την αιφνιδίασε ο Αλέξανδρος μπαίνοντας στο δωμάτιό της, έχοντας μόλις γυρίσει από μια κυνηγετική του εξόρμηση στα κοντινά Αθαμανικά Όρη...

«Κλεοπάτρα» την προσφώνησε μελιστάλαχτος. «Βουβάθηκες; Δε θα με χαιρετήσεις;»

«Καλώς όρισες, Αλέξανδρε... Με συγχωρείς, νιώθω λίγο περίεργα...»

«Περίεργα, δηλαδή; Να ελπίζω σε κανένα καλό νέο;»

«Όχι... όχι ακόμα τουλάχιστον, δεν έχω τέτοια συμπτώματα...»

«Τότε να φροντίσω να τα αποκτήσεις» έκανε πονηρά ο Μολοσσός και την πλησίασε, βάζοντας τα χέρια του στο σώμα της για να τη χαϊδολογήσει... «Δε σου έλειψε καθόλου ο άνδρας σου, ε, ανιψούλα;...»

«Όχι απόψε, σε παρακαλώ» προσπάθησε να τον αποφύγει η Κλεοπάτρα με δυσφορία, καθώς είχε αρχίσει να της πιπιλάει τον λαιμό και να τρίβεται πάνω της ξαναμμένος. «Δε... δε νιώθω ότι μπορώ...»

«Εγώ όμως μπορώ, και θέλω διάδοχο... Έλα, άσε τα νάζια και πάμε στην κλίνη μας...»

«Δε θέλω, σου είπα, άσε με!» αντέδρασε τότε η κοπέλα και τόλμησε να τον σπρώξει μακριά της, κι όπως άνοιξε τα χέρια της για να το κάνει, έπεσε απ' τη χούφτα της του δαχτυλίδι του Περδίκκα, και μόλις το κατάλαβε, πάγωσε, το ίδιο και ο θείος της, που ξιπάστηκε με αυτό χειρότερα από την σπρωξιά της...

«Τι είναι αυτό; Σε ποιον ανήκει;» τη ρώτησε, μαζεύοντάς το και τείνοντάς της το απειλητικά. «Λέγε!»

«Δι-δικό μου είναι, το γυάλιζα με το χνότο μου... Δωσ' το μου...»

«Δικό σου; Πολύ λεπτά δάχτυλα δεν έχεις για να σου κάνει;» την ειρωνεύτηκε εκείνος, αποτρέποντάς την από το να το πάρει, έπειτα το έφερε κοντά στα μάτια του και εξέτασε το εσωτερικό του...

Κλεοπάτρα η ΜακεδόνισσαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα