Ματωμένος γάμος (β΄ μέρος)

29 2 11
                                    

Με το πρώτο λυκαυγές της άλλης μέρας, ξεκίνησε η πομπή των καλεσμένων από την Πέλλα για τις Αιγές, και προς το απόγευμα πλέον έφταναν στο εντυπωσιακό, τεράστιο ανάκτορο, το χτισμένο κατ' εντολή του βασιλιά πατέρα της νύφης, που δέσποζε πάνω στην ακρόπολη επιβλέποντας όλο τον κάμπο της Ημαθίας και τη μακεδονική γη, και το οποίο εκείνος διάλεξε για να γιορτάσει τους γάμους της και να κάνει επίδειξη πλούτου και δύναμης ενώπιον όλων των υπηκόων του• μόλις λοιπόν τακτοποιήθηκε η συνοδεία στα πολυάριθμα διαμερίσματα του αχανούς αυτού οικοδομήματος, οι αρχόντισσες και οι αρχοντοπούλες βάλθηκαν να ντύσουν και να στολίσουν την Κλεοπάτρα για την τελετή, με το γενικό πρόσταγμα της Ολυμπιάδας - η Θεσσαλονίκη, η Αταλάντη, η Διδυμεία η αδελφή του Σέλευκου με τη μητέρα τους τη Λαοδίκη, οι δυο μεγαλύτερες θυγατέρες του Αντίπατρου, η Φίλα και η Φιλωτέρα η νιόπαντρη που είχε πάρει το αρχοντόπουλο τον Αλέξανδρο τον Λυγκηστή, τον γιο του Αερόπου, η μάνα τους η Αερόπη*, η ξαδέλφη τους η Αντιγόνη, κόρη του θείου τους του Κάσσανδρου**, η Αρσινόη, η Βερενίκη, η Δημητρία... - και η μελλόνυμφη σαν άγαλμα θεάς έστεκε που το κοσμούσαν για γιορτή θρησκευτική, αναίσθητη σχεδόν και ανέκφραστη, νιώθοντας πως για άλλη γίνονταν όσα γίνονταν, πως άλλη θα παντρευόταν και όχι η ίδια...

«Διδυμεία, Φίλα, Φιλωτέρα, στερεώστε καλά το πέπλο! Αερόπη, Λαοδίκη, Αρσινόη, τον χιτώνα σιάξτε, να κάνει ωραίες πτυχώσεις» έδινε συνέχεια παραγγέλματα η μητέρα της. «Εύγε σας! Θεσσαλονίκη μου, φέρε τα κοσμήματα της αδελφής σου, τα χρυσά βραχιόλια, το περιδέραιο και τα ενώτια, να της τα φορέσουμε...»

«Είσαι πανέμορφη, αδελφούλα μου!» έκανε θαμπωμένη η μικρότερη βασιλοπούλα, μόλις ολοκλήρωσαν τον καλλωπισμό της. «Δεν έχεις ανάγκη κανένα κόσμημα, κόσμημα είσαι από μόνη σου...»

«Ίδια με θεά μοιάζει η κόρη σου, βασίλισσα!» αναφώνησε κι η Αρσινόη. «Λες και ορώ την Ήρα, να ετοιμάζεται για τον ιερό της γάμο με τον Δία...»

«Καμιά θνητή δεν ξεπερνάει τις θεές... Κάναμε απλώς αυτό που έπρεπε, για να φανεί η νύμφη άψογη μπρος στον νυμφίο της» σχολίασε η Ολυμπιάδα, χαμογελώντας πλατιά, έπιασε τα χέρια της θυγατέρας της και την ασπάστηκε, «χαμογέλα» την ορμήνεψε παράλληλα ψιθυριστά στο αυτί, με τόνο απαιτητικό, κι ύστερα όλες οι γυναίκες και οι κοπέλες την αγκάλιασαν και της ευχήθηκαν...

«Μακάρι να παντρευόσουν τον αδελφό μου, Κλεοπάτρα» τόλμησε να αρθρώσει σιγανά η Αταλάντη, όταν ήρθε η σειρά της, κρατώντας τη λίγο παραπάνω... «Αυτός σου άξιζε, ναι, το πιστεύω...»

Κλεοπάτρα η ΜακεδόνισσαWhere stories live. Discover now