Στην Ήπειρο (α΄ μέρος)

22 1 15
                                    

Την άλλη κιόλας μέρα, στήθηκε η νεκρική πυρά, με ξύλα αναρίθμητα από το Βέρμιο, κι όταν ήρθε η ώρα, φέρανε το πλυμένο και σαβανωμένο σώμα του βασιλιά με χρυσή άμαξα και το τοποθέτησαν απάνω τους. Μελανειμονούσα έστεκε τώρα η Κλεοπάτρα, αυτή που άστραφτε χθες μες στα λευκά, έχοντας δίπλα της μαυροφόρες τη Θεσσαλονίκη και την Κυνάνη, μια αγκαλιά είχανε γίνει οι τρεις πριγκίπισσες, ένα σύμπλεγμα, κι από κοντά η Θετίμα με τη μικρή Ανταία, θρηνώντας κι αυτή τον χαμό του αφέντη της, σε μαύρα πέπλα τυλιγμένη και η Φίλιννα, βαστάζοντας στο πλευρό της τον Αριδαίο που αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει την απώλεια, ενώ χλιμίντριζαν θλιβερά τα καημένα τα τέσσερα άλογα του Φιλίππου που του είχαν χαρίσει τη νίκη στους Ολυμπιακούς αγώνες, επαληθεύοντας το όνομά του, και τα 'φερναν τώρα να καούν μαζί του...

«Όλα πάνε καλά, γιε μου» υποτονθόρυσε προς τον Αλέξανδρο η Ολυμπιάδα, βγαίνοντας για λίγο από τον ρόλο της θλιμμένης χήρας τον οποίο υποδυόταν. «Κάνεις λαμπρή κηδεία στον πατέρα σου, κανείς δεν πρόκειται να υποπτευθεί τίποτε, και σ' έχουν ήδη αναγνωρίσει ως διάδοχο... Τώρα το μόνο που σου μένει να κάνεις είναι να απαλλαγείς από τους υπόλοιπους αντιπάλους σου, κατηγορώντας τους για συνωμοσία...»

«Η Κλεοπάτρα, μάνα; Λες ότι δε θα υποπτευθεί ούτε εκείνη;...»

«Ασ' την την αδελφή σου, αύριο φεύγει για την Ήπειρο με τον άνδρα της, εξάλλου είναι πολύ αθώα και σε έχει πολύ ψηλά για να μπει στο μυαλό της κάτι τέτοιο... Εσύ ανάλαβε να εκκαθαρίσεις όσους πρέπει, ενώ εγώ θα ασχοληθώ μετά με τη σκύλα την ανιψιά του Άτταλου και τα βρέφη της» κατέληξε, πριν φορέσει πάλι το προσωπείο της, κυττώντας κάτω από αυτό με ματιά σκληρή, τρομακτική...

«Μάνα, δες... Δεν πέθανε ο πατέρας, δεν πέθανε» παραληρούσε ο Αριδαίος, μέσα σε υπόκωφα σποραδικά αναφιλητά. «Εδώ είναι, είναι ζωντανός, να, τώρα θα σηκωθεί... Δεν πέθανε, δε γίνεται...»

«Σώπα, παλικάρι μου... Σώπα, γιε μου, ο πατέρας σου είναι νεκρός, δε θα σηκωθεί, δε γυρνάει πια πίσω» του ψιθύριζε με πόνο η Φίλιννα, και συνάμα ατένιζε με μίσος την Ολυμπιάδα...

«Ανάθεμά σε, σκύλα των Μολοσσών!» τόλμησε και της πέταξε κάποια στιγμή. «Εσύ φταις που κατάντησε έτσι το παιδί μου, εσύ ήσουν και πίσω από τον φόνο του Φιλίππου! Έτσι δεν είναι; Πες το, μολόγα το! Τον μισούσες, ήθελες να πεθάνει μια ώρα αρχύτερα για να δεις στον θρόνο το κακομαθημένο σου!» ξεστόμισε ασυγκράτητη, και η Κλεοπάτρα πάγωσε στα λόγια της και κύτταξε εμβρόντητη τη μάνα της...

Κλεοπάτρα η ΜακεδόνισσαWhere stories live. Discover now