Το μπουμπούκι ανθίζει (γ΄ μέρος)

40 4 2
                                    

Πιο γρήγορα απ' τον άνεμο κάλπασαν θαρρείς τα άλογα, καθώς τα βίτσιζαν και τα σπιρούνιζαν οι καβαλάρηδές τους, νιώθοντας λες τον κίνδυνο που διέτρεχε η έφηβη κυρά τους στην καρότσα, και έφτασαν πίσω στην αυλή του οίκο του πατέρα της, όπου μια πλειάδα δούλων συγκεντρώθηκαν απορημένοι και φοβισμένοι, βλέποντας το αρχοντόπουλο από την Ορεστίδα να κουβαλά σηκωτή στα χέρια του τη βασιλοπούλα... «Τι έγινε, για όνομα των θεών; Τι έπαθε η δέσποινα Κλεοπάτρα;» ρωτούσαν απανωτά, και λύονταν τα μέλη τους, θωρώντας το όμορφο βλαστάρι του βασιλιά τους έτσι, χλομό, ακίνητο, ωσάν νεκρό...

«Φωνάξτε τον γιατρό, τον Φίλιππο τον Ακαρνάνα, γρήγορα!» τους είπε ο Περδίκκας, λαχανιασμένος, μούσκεμα στον ιδρώτα. «Βιαστείτε, αλλιώς θα τη θρηνήσουμε...»

«Κλεοπάτρα;! Παιδί μου!» σκλήρισε με τη σειρά της η Ολυμπιάδα, που βρέθηκε την επόμενη στιγμή μπροστά τους, ενημερωμένη για το γεγονός... «Τι έγινε, Περδίκκα; Πες μου! Τι κακό έπαθε η κόρη μου;»

«Τη δάγκωσε οχιά, βασίλισσά μου, την ώρα που πλένανε τα προικιά της αδελφής μου στο ρέμα... Έπαιζαν όλες με τα τόπια τους, ένα από όλα ξέφυγε, πήγε η κόρη σου να το πιάσει, το ερπετό ενοχλήθηκε και...»

«Θεοί μεγάλοι! Φερ' την στην κάμαρή της αμέσως, γιε του Ορόντη, και κάλεσε τον γιατρό, ξέρω κι εγώ γιατρικά για των φιδιών το δάγκωμα... Πρέπει να τη σώσουμε, δε μπορώ να χάσω τη θυγατέρα μου!»

Όλη τη μέρα και τη νύχτα πάλευε η Κλεοπάτρα με τη ζωή και τον θάνατο, αφημένη στις φροντίδες του βασιλικού γιατρού και της μητέρας της, κι όλοι όσοι την αγαπούσαν είχανε την καρδιά σφιγμένη από τον φόβο, μήπως ζητούσε ο Χάροντας να πάρει στη βάρκα του την ψυχούλα της... «Τυχερή ήταν η βασιλοπούλα μας που έδρασε τόσο αστραπιαία ο Περδίκκας, τα κατάφερε και δεν απλώθηκε σε μοιραίο βαθμό το δηλητήριο στο αίμα της» αποφάνθηκε ωστόσο προς ανακούφιση όλων ο σοφός Φίλιππος ο Ακαρνάνας και παρήγγειλε να της δώσουν να πιει γάλα γαϊδούρας, αντίδοτο στο φαρμάκι, μάνι - μάνι άρμεξε λοιπόν κι η παραμάνα της την πρώτη γαϊδούρα που βρήκε και έφερε το γάλα στην ψυχοκόρη της...

«Θα γιάνει σύντομα το κορίτσι, αφέντη Φίλιππε;» ρώτησε τον γιατρό, μόλις κατόρθωσε και την πότισε, ρίχνοντας σιγά - σιγά το σωτήριο υγρό μες στα πανιασμένα χείλη της. «Παντρεύεται κι η φίλη της, η ανιψιά μου, ήδη τον ανέβαλε τον γάμο ο γαμπρός μου, ώσπου να σταθεί στα πόδια της λέει η Κλεοπάτρα μας...»

«Θα γιάνει, κυρά Θετίμα, σε λίγες ημέρες θα είναι όρθια και υγιέστατη και θα παραστεί στον γάμο της Αταλάντης σας» τη διαβεβαίωσε εκείνος. «Να είναι καλά ο ανιψιός σου, αν δε βρισκόταν αυτός κοντά της να δράσει τόσο άμεσα, τώρα θα την κλαίγαμε... Γενναίο παλικάρι...»

Κλεοπάτρα η ΜακεδόνισσαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα