Εικοστή πρώτη μέρα 2ο μέρος

117 14 2
                                    

Λοιπόν που είχα μείνει;;




Η μουσική ξεκίνησε και τα αγόρια είπανε λοιπόν τον πρώτο στίχο. Είχαμε φτάσει στην μέση του τραγουδιού και όλα πήγαιναν περίφημα. Ξαφνικά, ακούστηκε ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό από το πίσω μέρος του πλήθους, που ήχησε σε όλη την αρένα και κάλυψε την μουσική, το τραγούδι και τις χαρούμενες φωνές. Δεν ήταν ουρλιαχτό κάποιας θαυμάστριας που φώναζε για να την προσέξουν τα είδωλα της. Ήταν ένα ουρλιαχτό τρόμου.

Το ακολούθησε άλλο ένα, διαφορετικού κοριτσιού αυτή την φορά, από το ίδιο σημείο, στο βάθος. Μου πάγωσε το αίμα. Σταμάτησα τον χορό, και προσπάθησα να δω τι γίνεται. Δίχως αποτέλεσμα. Ήταν αρκετά σκοτεινά για να διακρίνω ποιος και γιατί ούρλιαξε.

Τα αγόρια σταμάτησαν να τραγουδάνε και η μουσική κόπηκε απότομα.

Ακούστηκε κάτι σαν πυροβολισμός από την αριστερή μεριά αυτή την φορά. Πάγωσα στην θέση μου. Δεν πρόσεξα τον σεκιουριτά που βγήκε στην σκηνή και άρχισε να φωνάζει να φύγουμε. Ούτε τον Μάρκους που ήρθε δίπλα μου και άρχισε να με τραβάει, να φύγουμε, να σωθούμε.

Οι άντρες που είχαν μπει με σκοπό να σαμποτάρουν την συναυλία, δεν πιάστηκαν. Όχι τουλάχιστον όλοι. Άλλοι λένε πως ήταν μαφιόζοι, άλλοι πως ήταν μεθυσμένοι έφηβοι, άλλοι πως ήταν κατά της κυβέρνησης. Πολλά ακούστηκαν αργότερα, και δεν ξέρω τι να πιστέψω. Πάντως το όνειρο πραγματοποιούταν.

Δεν κουνήθηκα, παρά μόνο μέχρι που ο τόπος γέμισε καπνούς. Και γέμισε πολύ γρήγορα.

Δακρυγόνα;

«Χάνα, πρέπει να φύγουμε ΤΩΡΑ!» φώναξε ο Μάρκους.

Μέσα στον πανικό, είχε φύγει λιγότερο από το ένα πέμπτο του πλήθους. Οι έξοδοι δεν ήταν αρκετοί. Η μητέρα μου;

«Χάνα, οι υπόλοιποι φύγανε πρέπει να πάμε ΤΩΡΑ!»

Πάλευε και αυτός να συγκρατηθεί. Η φωνή του έτρεμε από την αγωνία και τον φόβο.

Διέκρινα τότε το μαντίλι της μητέρας μου στο πλήθος λίγο πιο πέρα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και τράβηξα τον Μάρκους.

Και αυτός ο καημένος, με ακολούθησε.

Πήδηξα από την σκηνή, σέρνοντας και τον Μάρκους πίσω μου. Η προσγείωση ήταν άσχημη. Η σκηνή ήταν πάνω από ένα μέτρο και ποτέ δεν ήμουν καλή στα άλματα.

Στραβοπάτησα, και έπεσα κάτω, μαζί με τον Μάρκους. Η εικόνα θόλωσε και ο ήχος από τις φωνές, δεν έγινε τίποτα, παρά ένα ενοχλητικό τσίριγμα, σαν σφυριχτά σκύλου...

Διέκρινα θολά, διαφορά είδη παπουτσιών τριγύρω μου. Γόβες, σπορτέξ, βαρετά αντρικά παπούτσια, μπότες....γκούτσι παπούτσια...κοιτά να δεις! Δεν είχα ιδέα πως η γκούτσι βγάζει και παπούτσια....

«Χάνα! Με ακούς;;»

Ήμουν τυφλωμένη από τον πόνο. Ο Μάρκους, ο ήρωας μου, κατάφερε να με σηκώσει, να με κρατήσει και να προχωρήσουμε, σπρώχνοντας το πανικόβλητο πλήθος.

«Άνοιξε και άλλη έξοδος κινδύνου. Όλα καλά θα πάνε...» τον άκουσα να λέει.

Το ημερολόγιο μιας MMer Where stories live. Discover now