02/10 «Έβαλε κρύο»

256 34 142
                                    

26 Ιουλίου 2011

Εκείνο το πρωί ο καιρός ήταν μουντός, γεγονός παράξενο σε σύγκριση με την αφόρητη ζέστη των προηγούμενων ηλιόλουστων ημερών, οι οποίες βρήκαν τον - σχεδόν ενήλικο - Κρις Σάντερς στο σπίτι να βοηθά τη μητέρα του με τις δουλειές και τα ζητήματα της μετακόμισης. Ο Κρις αγαπούσε τη συννεφιά διότι τη καταλάβαινε· το χρώμα του καθαρού, γαλάζιου ουρανού θεωρούνταν όμορφο από πολλούς, ωστόσο κανείς δε μπορούσε να δει τη θλίψη: το μπλε ήταν το χρώμα της στεναχώριας, η οποία, στα μάτια των περισσότερων, έκανε την παρουσία της αισθητή μόνο με τη βοήθεια της συννεφιάς και της κακοκαιρίας.

Η Μάργκαρετ προσπάθησε αρκετές φορές να εξηγήσει στον γιο της πως δεν χρειαζόταν να χαραμίζει τις ημέρες του καλοκαιριού του για να τη βοηθά, μα όλες εκείνες οι συστάσεις ακούγονταν περισσότερο ως ανοησίες στα αυτιά του Κρις. Αγαπούσε υπερβολικά την μητέρα του, και το να τη βοηθά ήταν κάτι που είχε αποφασίσει με τη δική του βούληση. Επιπλέον, η Αλεξάντρα είχε γίνει το κίνητρο που αποζητούσε ώστε να γνωρίζει τον κόσμο· ήθελε κάπου να τη πετύχει, μα κάθε τι παρά έτοιμος αισθανόταν για να τα θαλασσώσει ξανά, πράγμα απόλυτα σίγουρο.

Το άγχος, για ακόμη μια φορά, είχε κατακλύσει τον νεαρό, ο οποίος όντας εγκλωβισμένος στον λαβύρινθο του μυαλού του, ένιωθε σαν πιόνι στα συνεχή παιχνίδια του ίδιου του του εαυτού. Καταλάβαινε ότι ήταν γελοίος, καταλάβαινε ότι είχε παθιαστεί με κάποια που είχε να δει χρόνια, και, βέβαια, καταλάβαινε ότι στο τέλος θα το μετάνιωνε, ωστόσο, τα σάπια του σπλάγχνα τον έκαναν να πλήττει καθημερινά και η ιδέα της επανασύνδεσης του με τη παιδική του φίλη φάνταζε ως το τρεμάμενο φως στο τέλος κάποιου σκοτεινού διαδρόμου τον οποίο ήταν αναγκασμένος να διαβεί.

Εκείνο το σούρουπο της Τετάρτης, παρά τη ξαφνική κακοκαιρία, η ανάγκη για καθαρό αέρα στους κατεστραμμένους του πνεύμονες, υπερίσχυσε επί του φόβου, και ο Κρις βρέθηκε να περπατά στους, σχεδόν ερήμους, δρόμους της γειτονιάς του στο Ντέναμ Σπρινγκς. Από όσο ήταν ικανός να θυμηθεί, η γειτονιά εκείνη δεν ήταν ποτέ πυκνοκατοικημένη· με δυσκολία μπορούσε να ανακαλέσει στιγμές που υπήρχε συνωστισμός, υποθέτοντας ότι αυτό δεν είχε αλλάξει. Ή τουλάχιστον, ελπίζοντας: δεν του άρεσε ο πολύς κόσμος· με το ζόρι τα έβγαζε πέρα με τον ίδιο του τον εαυτό, τσακωμένοι, αν και μοιράζονταν το ίδιο σώμα, πόσο μάλλον με μια ντουζίνα άγνωστους που δεν είχε δει ποτέ, και που ο καθένας έσερνε τις δικές του αλυσίδες στον ατελείωτο δρόμο μετ'εμποδίων προς τη λύτρωση, τη ζωή.

ΧαρμολύπηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα