05/10 «Δε μπορεί»

196 24 113
                                    

02 Αυγούστου 2011

Ξύπνησε απότομα, λουσμένος στον παγωμένο του ιδρώτα. Καθόλου πρωτότυπο. Η ανάσα του βαριά, λες και οι δαίμονες του, έχοντας πάρει σάρκα και οστά, πίεζαν το στήθος του δίχως έλεος. Ο νεαρός έριξε μια κοφτή μάτια στο ρολόι χειρός του· ήταν πέντε παρά δέκα το χάραμα. Η κατάσταση ήταν, μάλλον, κωμικοτραγική, προκαλώντας στον Κρις ένα κύμα αμυδρού γέλωτος. Άλλος ένας εφιάλτης ξεπηδούσε απ'τον φαύλο κύκλο της ζωής του.

Ο Κρις συνήθιζε να έχει εφιάλτες πίσω στη Φιλαδέλφεια. Τις περισσότερες φορές, όπως και εκείνη την μαρτυρική νύχτα,  εμπεριείχαν τον εκλιπόντα Κόνορ, ενώ άλλες κομμάτια της ζωής του, ίσως ολίγον παραλλαγμένα - δε μπορούσε να καταλάβει με ακρίβεια, έπαιζαν σε λούπα· επρόκειτο για την εκδίκηση του υποσυνείδητου του και, διάολε, πονούσαν πολύ περισσότερο απ'τη πρώτη φορά. Εκείνες οι αναμνήσεις ήταν θαμμένες στον πυθμένα του μυαλού του, μα όπως τα ηφαίστεια, έτσι και εκείνο, κατά καιρούς εκρήγνυντο, με τις πιο βασανιστικές, πιο εφιαλτικές, στιγμές της ζωής του νεαρού να σκαρφαλώνουν στην επιφάνεια, και σαν καυτή λάβα, να καίνε κάθε ψήγμα ανθρωπιάς μέσα στην αδύναμη ψυχή του.

Προσπαθώντας απεγνωσμένα να διώξει την φρικτή ανάμνηση του αδικοχαμένου Κόνορ που εμφανίστηκε στον ύπνο του, πιο πολύ ως έκπτωτος δαίμονας παρά άγγελος, ο δεκαεπτάχρονος, έμεινε να στέκεται βουβός και κουλουριασμένος στην άκρη του ξεστρωμένου του κρεβατιού, με το μυαλό του να αρνείται να εκτελέσει την, φαινομενικά απλή, εκείνη διαταγή. Ο Κρις ένιωσε τη πραγματικότητα να τον χτυπά, θαρρείς σαν κύμα, και διαπίστωσε πως ο ύπνος δεν ήταν πια επιλογή. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, ο νεαρός ήταν ήδη όρθιος, κατευθυνόμενος προς το, ίσως, πολυτιμότερο του απόκτημα, την Αντιγόνη, και ύστερα, ορίζοντας το φαρδύ παράθυρο του δωματίου του ως τον τερματικό του σταθμό. Έπειτα, το άνοιξε προσεκτικά και για λίγες μόνο στιγμές, αφαιρέθηκε στην εικόνα του Ήλιου, που με περηφάνια ξεκινούσε το πύρινο ρεσιτάλ του.

«Γαμημένη Αντιγόνη.» μουρμούρισε άκεφα, καθώς τα ακροδάχτυλα του ξεφύλλιζαν εκλεπτυσμένα, μα ταυτόχρονα βιαστικά, τις παχιές σελίδες του αρχαιοελληνικού έργου, το οποίο κρατούσε συντροφιά στον νέο κάθε φορά που ήθελε να ξεφύγει από τον εαυτό και τις γκρίζες του σκέψεις, κάθε φορά που τα τσιγάρα ή η πιθανή του Αριάδνη δεν βρίσκονταν κοντά του. Ξεκίνησε να διαβάζει ένα τυχαίο χωρίο του συγγράμματος, με τον δεξιό του δείκτη να χαϊδεύει μαλακά τη σελίδα και τη φωνή του να αντηχεί βραχνή στα αυτιά του· τον βοηθούσε πάντα να ακούει τη φωνή του καθώς διάβαζε κάτι.

ΧαρμολύπηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα