03/10 «Καμία ελπίδα»

244 32 142
                                    

27 Ιουλίου 2011

«Για που το έβαλες;» ήταν η πρώτη φράση της Μάργκαρετ στον γιο της, μόλις τον είδε να πλησιάζει τη βαριά, ξύλινη πόρτα που οδηγούσε στο εξωτερικό της μονοκατοικίας. Η μεσήλικη γυναίκα καθόταν αναπαυτικά στην κουνιστή πολυθρόνα του σαλονιού διαβάζοντας για τέταρτη, απ'όσο μπορούσε να θυμηθεί ο Κρις, φορά το «Το εγώ και το αυτό» του Φρόυντ. Αν και όντας αεροσυνοδός σε σύνταξη, η Μάργκαρετ είχε πάντα μια ιδιαίτερη αδυναμία στην ψυχανάλυση, κάτι που μοιραζόταν με τον Κρις, ο οποίος κατέτασσε την ψυχανάλυση ως, ίσως, την αγαπημένη του, αμφιλεγόμενη για πολλούς, επιστήμη, παρότι το πεδίο εκείνο δεν ήταν το αγαπημένο του· ο νεαρός ήταν περισσότερο λάτρης των αρχαίων ελληνικών έργων, τρέφοντας μια ιδιαίτερη αγάπη στην Αντιγόνη, το χιλιοδιαβασμένο, και μοναδικό πλέον, βιβλίο που κοσμούσε το ράφι της βιβλιοθήκης του.

Ο Κρις, από το προηγούμενο βράδυ κιόλας είχε ενημερώσει τη μητέρα του για την συνάντηση του με την Αλεξάντρα· δεν σκόπευε να της το πει τόσο νωρίς μα ο ενθουσιασμός του ήταν εκείνος που τον πρόδωσε. Η Μάργκαρετ φάνηκε να ενθουσιάζεται, της είχε αδυναμία εξάλλου, και αυτό γέμισε, όσο τουλάχιστον γινόταν, αυτοπεποίθηση τον νεαρό που ένιωσε ότι, εν τέλει, μια σωστή απόφαση ξεπήδησε δυναμικά από τους πρόποδες του βουνού των αποτυχιών του.

«Μη μου πεις ότι ξέχασες την Αλεξάντρα.» ο Κρις ρώτησε με ένα παιχνιδιάρικο ύφος, νιώθοντας τα νεανικά του μάγουλα να θερμαίνονται ελάχιστα. Ένα ζεστό χαμόγελο έκανε το πρόσωπο της Μάργκαρετ να λάμψει. Ο Κρις πάντα αναρωτιόταν αν ο τρόπος που χαμογελούσε έμοιαζε με του πατέρα του, καθώς ήταν εντελώς διαφορετικός από της Μάργκαρετ, που είχε αδιαμφισβήτητα ένα από τα πιο γλυκά χαμόγελα που είχε δει ποτέ του. Ήλπιζε να μην έμοιαζε· δεν ήθελε να έχει κοινά με εκείνον, για τον οποίο ακόμα και ο χαρακτηρισμός τέρας ήταν λίγος. Όμως δυστυχώς, ο Κρις φαίνονταν να ξεχνούσε το γεγονός ότι ο ίδιος, ήταν πιο κοντά στο Τέρας του παραμυθιού, παρά στον Πρίγκιπα.

«Να προσέχετε.» τα λόγια εκείνα έκαναν τον Κρις να ρίξει στην μητέρα του ένα είμαι-σχεδόν-ενήλικος βλέμμα. Μπορεί να είχε μια πολύ καλή σχέση με την μητέρα του, αλλά ώρες ώρες ο Κρις εκνευριζόταν που εκείνη τον έβλεπε ακόμα σαν το μικρό ραγισμένο παιδί με τα τεράστια αποθέματα θυμού μέσα του, που εν τέλει μεταμορφώθηκαν σε άπειρες ανασφάλειες και εμμονές.

Βάδισε βιαστικά ως το σημείο συνάντησης που του έχει δώσει η Αλεξάντρα - ή όπως προτιμούσε να τη φωνάζει, Λέξι - και δεν ξαφνιάστηκε όταν συνειδητοποίησε ότι είχε φθάσει πρώτος. Έμεινε να κοιτά τις πανομοιότυπες μονοκατοικίες, που τόσο του θύμιζαν τους συμμαθητές του· η ανάγκη για αποδοχή και αφομοίωση στο σύνολο τους κατέτρωγε, κάνοντας τους να θυμίζουν κενά και απρόσωπα σπίτια· όλα τόσο ίδια, ωστόσο κανείς δε μπορούσε να ξέρει τι συνέβαινε στο εσωτερικό τους. Παράλληλα, ο Ήλιος, ανυπόμονος να εγκαταλείψει τη θέση του ώστε να αφήσει την αγαπημένη του να πάρει τα ηνία, σκορπούσε τις ακτίνες του στη πλάση, διασκεδάζοντας με την θερμοπληξία των ανθρώπων, για όση ώρα του απέμενε.

ΧαρμολύπηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα