04/10 «Σπιρτόκουτο»

228 24 146
                                    

31 Ιουλίου 2011

«Έρωτα ανίκητε στη μάχη  Έρωτα, ανίκητε σε κάθε μάχη, συ που κυριαρχείς όπου κι αν πατήσεις, συ που ξενυχτάς τα κορίτσια με τα τρυφερά μάγουλα, που δρασκελάς πάν” από θάλασσες και τρυπώνεις στους κήπους, κανείς δε γλυτώνει από “σε, μήτε Θεός μήτε θνητός. Όποιον αγγίξεις, τονε παλαβώνεις. Συ, άνθρωπο φρόνιμον εξωθείς στ” άδικο και στο χαμό, συ π” ανάβεις ταραχή κι αμάχη ανάμεσα σε γιο και πατέρα, νικά πόθος και λαχτάρα για τη γλυκομάτα νύφη, κόντρα σ” όλους τους μεγάλους νόμους.» ο Κρις προσπαθούσε να κρατήσει την τρεμάμενη φωνή του όσο πιο σταθερή γίνονταν καθώς απάγγελλε το αγαπημένο του κομμάτι απ'την Αντιγόνη, στην Αλεξάντρα, που βρισκόταν στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου, και όπως ήλπιζε ο Κρις, άκουγε με προσοχή και απόλυτη προσήλωση το αρχαιοελληνικό του παραλήρημα· διότι, πράγματι, η ακατάπαυστη φλυαρία του νεαρού περί του συγκεκριμένου συγγράμματος επρόκειτο, αδιαμφισβήτητα, για παραλήρημα.

«Μπορείς να συνεχίσεις;» ακουγόταν ενθουσιασμένη, καλύτερα συνεπαρμένη, και ο Κρις, ανακουφισμένος που ενώ δεν μπορούσε να τον δει ένιωσε τα μάγουλα του να θερμαίνονται ελάχιστα και, ολίγον ντροπιασμένος, πέρασε το ελεύθερο του χέρι μέσα απ'τα ήδη ανακατεμένα του μαλλιά. Ανοησίες...

Οι τηλεφωνικές κλήσεις είχαν γίνει πλέον συνήθεια. Οι δύο νέοι, μιλούσαν για τουλάχιστον δύο ώρες καθημερινά, αναλύοντας ποικίλα θέματα, σοβαρά και μη . Ο Κρις το λάτρευε, κυρίως γιατί ένιωθε πιο άνετα με το να μιλά στην παιδική του φίλη στην μέσω τηλεφώνου, καθώς δεν αγχωνόταν για το πως έδειχνε ή το πως η έκφραση του μπορούσε να αλλάξει με μια της λέξη. Ωστόσο, δεν είχε την δυνατότητα να δει το χαμόγελο της και αυτό φάνταζε ως το μοναδικό πλήγμα της τηλεφωνικής επικοινωνίας, μα το άκουσμα του γέλιου της, ακόμα και από την άλλη γραμμή, μπάλωνε πρόχειρα το κενό. Ο Κρις είχε συνδέσει το γέλιο της με εκείνα των παιδιών που αντηχούσαν συχνά πυκνά στην γειτονιά, δημιουργώντας ένα απίστευτα νοσταλγικό και συνάμα μαγευτικό, για τον ίδιο, κλίμα. Ήταν αθώο, ήταν αληθινό· το γέλιο της Αλεξάντρα του έδινε την εντύπωση πως η αγνότητα δεν ήταν τελικά τόσο βαθιά θαμμένη στα έγκατα της ανθρώπινης υπόστασης όσο συνήθιζε να πιστεύει.

«Σαν ατάραχος Θεός τους περιγελάς, ω Αφροδίτη. Ήδη τώρα κι εγώ παρανομώ που δε μπορώ να κρατήσω τα δάκρυα, βλέποντας τη δύστυχη Αντιγόνη να τη σέρνουν άκαιρα στον τάφο που μέσα του μια μέρα όλοι θα μπούμε...» συνέχισε να βαδίζει άσκοπα στο στενό του δωμάτιο καθώς στο μυαλό του γύριζαν σαν δίσκος σε παλιό, ξεθωριασμένο απ'τον καιρό, γραμμόφωνο οι στίχοι του συγκεκριμένου αποσπάσματος, κρατώντας το κινητό του τηλέφωνο στο αριστερό του χέρι σαν να ήταν κάτι πολύτιμο, που φυσικά και ήταν, αφού του έδινε την ευκαιρία να μιλά με την παιδική του φίλη σε καθημερινή βάση.

ΧαρμολύπηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα