08/10 «Καιγόμαστε ζωντανοί»

144 20 21
                                    

07 Αυγούστου 2011

«Παρακαλώ;» η τρεμάμενη φωνή του Κρις έσπασε την απόλυτη σιγή της θερινής εκείνης νυκτός, την οποία ακόμη και τα τζιτζίκια αγνοούσαν επιδεικτικά, αρνούμενα να τραγουδήσουν την εύηχη, και ταυτοχρόνως εκνευριστική, ωδή τους. Ο, για πρώτη φορά μέσα σε αρκετό καιρό, ήρεμος ύπνος του νεαρού διακόπηκε βάναυσα από τον ήχο κλήσης του κινητού του τηλεφώνου που, σαν σειρήνα περιπολικού, ηχούσε δυνατά στα αυτιά του.

«Πρέπει να με βοηθήσεις Κρις.» μια γυναικεία, και φανερώς αναστατωμένη φωνή ακούστηκε μέσα από μια παλίρροια λυγμών στην την άλλη γραμμή. Αν και είχε μόλις ξυπνήσει, ο Κρις μπόρεσε αμέσως να αναγνωρίσει τη ταυτότητα της αδύναμης φωνής και ευχήθηκε να μην το είχε κάνει.

«Λέξι;» Ο ανησυχητικός τόνος πλέον κατέκλυσε τη φωνή του Κρις, και ο ίδιος σηκώθηκε από το κρεβάτι ώστε να διώξει οποίο ίχνος κούρασης τον βάραινε μέχρι πρότινος. Είχε να μιλήσει με την Αλεξάντρα αρκετές μέρες, και εκείνο το τηλεφώνημα μόνο κάτι δεινό θα μπορούσε να προοικονομεί. Ο κυκεώνας αρνητικών σκέψεων δεν άργησε να ξεχυθεί στο μυαλό του νεαρού, καθώς κάθε πιθανό σενάριο φάνταζε αισχρό.

«Ναι, εγώ είμαι.» πρώτη παύση. «Κρις μήπως,» δεύτερη παύση. «θα μπορούσα να έρθω από εκεί;» τρίτη και, αδιαμφισβήτητα, πιο επίπονη παύση. Η Αλεξάντρα, στην άλλη τηλεφωνική γραμμή, πάσχιζε να πάρει αναπνοή, και ο Κρις, να χαλαρώσει τους παλμούς της καρδιάς του, που κόντευε να σκίσει τα δεσμά της.

«Κάτσε, που είσαι στις,» ήταν η πρώτη φορά που τραύλιζε. Ο νεαρός, έπειτα, έριξε μια ματιά στο ρολόι που κοσμούσε τον καρπό του. «τέσσερις το πρωί;» Ο σχηματισμός προτάσεων φάνταζε εφιαλτικά δύσκολος, σαν ο Κρις, να μην τον είχε διδαχτεί ποτέ. Ο νεαρός, επαναλάμβανε νοερά ότι η αγαπημένη του θα ήταν καλά, μα η απαισιοδοξία του είχε θολώσει το μυαλό και η Αλεξάντρα, κάθε τι άλλο παρά καλά ακουγόταν.

«Σπίτι.» ακόμη μια οδυνηρή παύση. «Έγινε κάτι, θα σου εξηγήσω, απλά σε παρακαλώ, μπορώ να έρθω;» Ο Κρις ήταν πλέον σίγουρος ότι τα πράγματα ήταν σοβαρά. Τρεκλίζοντας προς το γραφείο του, άναψε ένα τσιγάρο βιαστικά, με την πρώτη τζούρα να φαντάζει λυτρωτική, νιώθοντας τη καρδιά του να πάλλεται εξωφρενικά γρήγορα από το άγχος και την νευρικότητα.

«Έρχομαι εγώ.» ο Κρις δήλωσε αποφασιστικά, ακόμη και αν η αγωνία του τον κατέτρωγε. «Λέξι, σε λίγα λεπτά θα είμαι εκεί, μην απομακρυνθείς.» Αφότου τελείωσε τη φράση του, ο Κρις, συνειδητοποίησε πως η κλήση είχε τερματιστεί. Χωρίς πλέον να ενδιαφέρεται για την ώρα, ο νεαρός, ρίχνοντας μια μπλούζα στο ημίγυμνο κορμί του, σχεδόν έτρεξε προς το σαλόνι του σπιτιού χώνοντας τα κλειδιά του αυτοκινήτου βιαστικά στη τσέπη του παντελονιού του, και κλείνοντας, εξίσου γοργά, την βαριά εξώπορτα.

ΧαρμολύπηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα