Επίλογος

112 18 63
                                    

11 Αυγούστου 2011

Στην επιστροφή του προς το Ντέναμ Σπρινγκς, ο συντετριμμένος Κρις, παρέλειψε εσκεμμένα την στροφή, κατευθυνόμενος ευθεία, με προορισμό ένα απ'τα περισσότερο μισητά του μέρη σε ολόκληρο το αχανές σύμπαν· το νεκροταφείο που ήταν θαμμένος ο Κόνορ Σάντερς, το δεκαεξάχρονο αγόρι που απέπνεε ζωντάνια πρωτού χάσει τη μάχη του με τον πιο ύπουλο και αδίστακτο εχθρό, τον καρκίνο

Ο Κρις είχε προ πολλού πειστεί ότι ο θάνατος του αδερφού του, συγκεκριμένα του αιώνιου προτύπου του, ήταν αναμενόμενος· σε έναν κήπο, πάντα, τα πιο όμορφα λουλούδια είναι αυτά που κόβονται, αυτά που ο κόσμος επιλέγει για να κρατήσει κοντά του και να θαυμάζει καθημερινά. Και ο αδικοχαμένος Κόνορ είχε, σίγουρα, μια απ'τις πιο υπέροχες ψυχές που ο Κρις είχε συναντήσει. Αν ήταν λουλούδι, ίσως θα ήταν τριαντάφυλλο: στοργικό και ευγενικό, αφοσιωμένο στους στόχους και τα όνειρα του, τα οποία όμως, η μοίρα δεν έμελε να πραγματοποιήσει.

Αφότου στάθμευσε το γκρίζο και παλιό του αυτοκίνητο έξω από το κοιμητήριο, ακολούθησε αμίλητος, με το βλέμμα του στραμμένο στο χώμα, τη γνωστή, και εφιαλτικά επίπονη, διαδρομή ως το μνήμα του αδερφού του. Η τελευταία επιθυμία του Κόνορ, λίγο πριν αποβιώσει εξουθενωμένος απ'την αναποτελεσματική θεραπεία στο νοσοκομείο, ήταν να θαφτεί στη γενέτειρα του, δίχως καλεσμένους, δίχως στεναχωρημένες μάσκες αδιάφορων ανθρώπων, δίχως το φαίνεσθαι που δεν συμπίπτει με το είναι.

«Έι Κόνορ.» ένα πρωτόγνωρο πλημμύριζε τα σωθικά του, καθώς ο Κρις ψιθύριζε στο μαρμάρινο μνήμα του αδερφού του. «Η τελευταία μου ελπίδα πέθανε. Έφυγε μαζί με τη Λέξι· τη θυμάσαι; Της είχαμε και οι δύο αδυναμία.» γέλασε πικρά στην παιδική ανάμνηση που ούρλιαζε γλυκά στο μυαλό του. «Ξέρεις τι; Όταν της είπα ότι ακόμα και τα άσχημα τέλη είναι μαγικά, δεν εννοούσα το δικό μας, γαμώτο.» μια εκκωφαντική παύση ακολούθησε καθώς μερικά πικρά δάκρυα έτρεξαν στα χλωμά μάγουλα του νεαρού. Έπειτα, ο Κρις, σκουπίζοντας τους καταρράκτες που ξεχύνονταν μανιωδώς στο πρόσωπο του, άναψε, με τον αναπτήρα που βρισκόταν στη τσέπη του τσαλακωμένου του τζιν, το καντήλι που κοσμούσε τη λευκή και μαρμάρινη πλάκα, στην οποία αναγραφόταν επιβλητικά το όνομα του Κόνορ. «Κόνορ...» ακόμη μια βασανιστική παύση πήρε τα ηνία. «μου λείπεις. Πολύ. Και...» η σιωπή έριξε το πέπλο της στην, ήδη επιβαρυμένη ατμόσφαιρα για μια τελευταία φορά. «δεν μπορώ να το κάνω αυτό μόνος μου, Κόνορ. Εύχομαι να ήσουν εδώ.» σηκώθηκε, νιώθοντας τα πόδια του τρομερά αδύναμα, και με νεκρό βηματισμό απομακρύνθηκε απ'το μακάβριο εκείνο μέρος που τον στοίχειωνε καθημερινά και που, συνάμα, τον ένωνε με τη ψυχή του αδερφού του, ο οποίος είχε αποβιώσει τόσο νωρίς, τόσο άδικα.

~

Τα χέρια του τρεμάμενα και ιδρωμένα, καθώς ο νεαρός άνοιγε τη πόρτα του υπνοδωματίου του, ανήμπορος να συνειδητοποιήσει το βάθος της καταστάσεως, και, με μοναδικό προορισμό τον καθρέπτη, στον οποίο η Αλεξάντρα του είχε πει πως είχε αφήσει κάτι πρωτού φύγει, πρωτού σπάσει τη καρδιά του σε χιλιάδες κομμάτια και πρωτού τον αφήσει πίσω, μόνο και χαμένο, σαν τον Ήλιο, όταν βρίσκεται μακριά απ'την αγαπημένη του.

«Σταμάτα να κοιτάς τον καθρέπτη, είσαι πανέμορφος. Te quiero. Alejandra.»

Η καρδιά του σφίχτηκε και να χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του. Ίσως ο Κρις να επισκεπτόταν την Αριάδνη του νωρίτερα απ'ότι προόριζε.

__________

WRITTEN / PUBLISHED; 3/8/20.

ΧαρμολύπηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα