Κεφάλαιο 59

34 5 3
                                    

Hope's POV

Η μέρα αποχώρησης είχε φτάσει με την ανάβαση του φεγγαριού στον θρόνο του να την σηματοδοτεί. Τράβηξα τα μάτια μου από τον ουρανό και σήκωσα την τσάντα από το πάτωμα. Ξαφνικά, μια συμπυκνωμένη ησυχία με τύλιξε. Βαριά και αποπνικτική με αγκάλιαζε. Συνέχισα τον βηματισμό μου προσπαθώντας να αγνοήσω την αλλόκοτη αυτή αίσθηση. Δεν πρόλαβα να φτάσω στην πόρτα, όταν εκείνη άνοιξε από το χέρι του βασιλιά του παλατιού.. Το πρώτο που πρόσεξα ήταν τα μαλακά χαρακτηριστικά του, ύστερα την ηρεμία που απλωνόταν στα μάτια του και τέλος τα χείλη του που είχαν τραβηχτεί σε ένα μικρό χαμόγελο.

«Έτοιμη;» ρώτησε.

«Ναι» απάντησα και με αυτό, τον ακολούθησα ως την άμαξα που με περίμενε στην αυλή.

Ο φρουρός πήρε την τσάντα μου για να την αποθηκεύσει μέσα, κάτω από τα καθίσματα. Πίσω από το παράθυρο διέκρινα το πρόσωπο του Byron. Σκυφτός περιπλανιόταν στα δάση του μυαλού του. Το χέρι του Eric έπιασε το δικό μου κάνοντας με να στραφώ σε εκείνον.

«Ο Byron έχει όλα όσα θα χρειαστείς για μια νέα ζωή. Έχει επιλεχτεί ένα σπίτι για εσένα, ωστόσο αν δεν το θες, μπορείς να αγοράσεις ένα άλλο. Θα δεις πως έχω αφήσει αρκετά λεφτά για κάθε ενδεχόμενο. Ο Byron θα μείνει μαζί σου για όσο το επιθυμείς. Θα τηρήσω την συμφωνία μας ως το τέλος της και θα φροντίσω να κάνουν το ίδιο και τα υπόλοιπα πλάσματα» είπε ήρεμα και σοβαρά.

Έγνεψα θετικά, χαρίζοντας του στο τέλος ένα μικρό χαμόγελο ως ένδειξη ευχαρίστησης.

«Ο Elliot;» εξέφρασα την ανησυχία μου.

«Δεν θα σε ενοχλήσει. Είσαι υπήκοος του βασιλείου μου στα χαρτιά. Δεν μπορεί να κάνει κάτι. Όπως είπα, θα φροντίσω να μη σε ενοχλήσουν. Θα ζήσεις την ζωή σου όπως έπρεπε εξαρχής. Έχεις τον λόγο μου» με διαβεβαίωσε εμπνέοντας σοβαρότητα.

Για άλλη μια φορά, κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Απομακρύνθηκα και έκανα να ανεβώ στην άμαξα. Ο φρουρός ήδη τόση ώρα κρατούσε την πόρτα ανοιχτή για μένα. Όταν στάθηκα μπροστά στην είσοδο, έκανα αυτό που δεν περίμενα. Έμεινα ακίνητη. Το κεφάλι μου γύρισε και το βλέμμα μου κοίταξα πίσω.

••••~••••

Το αυτοκίνητο σταμάτησε στον προορισμό. Η επιβλητική εικόνα της έπαυλης θάμπωσε το βλέμμα μου τόσο που ανασηκώθηκα από το κάθισμα μου. Για μια στιγμή, πίστεψα πως τα μάτια με γελούσαν, το άγγιγμα του Byron με επιβεβαίωσε πως ήταν πραγματικότητα. Με ανάσα κομμένη και ζαλισμένη από δέος, άνοιξα μηχανικά την πόρτα κάνοντας κίνηση να βγω. Τα μάτια μου δεν ξεκολούσαν από την πλούσια έπαυλη που δέσποζε μπροστά μου. Ντυμένη με λευκό μάρμαρο και ελληνικές κολώνες να κρατάνε το κιόσκι της εισόδου. Μεγάλα παράθυρα έστεκαν στα δυο μπαλκόνια του επάνο ορόφου, ενώ μπορούσα να δικακρίνω από τον κίωνα της πως υπήρχε μια μεγάλη σοφίτα πίσω από τον στρόγγυλο χρυσαφί μωσαϊκό. Μπροστά από την έπαυλη απλωνόταν ένας διάδρομος για να εισέρχονται τα αυτοκίνητα, ενώ δεξία και αριστερά αυτού το γρασίδι περήφανα πράσινο αγκάλιαζε το έδαφος. Καγκελένια πύλη φυλούσε το αρχοντικό, όπως και κάμερες ασφαλείας, τόσο στην πύλη όσο και στην πόρτα.

Bloodline; The Prince And The Hunters {Editing}Where stories live. Discover now