Κεφάλαιο 24

74 7 0
                                    

Τα τελευταία μου λόγια στον Eric μου εξασφάλισαν θέση στα μπουντρούμια για τους τελευταίους δυο μήνες. Είχα ξεχάσει την άνεση του κρεβατιού και τα μεγάλα δείπνα. Ούτε η προστασία της Samantha δεν κράτησε την οργή του στα όρια. Τουλάχιστον, με τάιζαν. Αυτό έπρεπε να οφείλεται στην αδερφή του. Το κελί μου το ίδιο κρύο και βρόμικο, όπως το είχα αφήσει. Αλλαξιά ρούχων, ούτε δείγμα. Μπάνιο; Ούτε. Η μυρωδιά του σώματος μου ήταν έντονη και η βρομιά μου έφερνε φαγούρες. Έξυσα τον καρπό μου που είχε αρχίσει να με τρώει και έκατσα καλύτερα στο κρύο έδαφος. Τα χέρια μου και τα πόδια μου δε τα είχαν δέσει αυτή τη φορά. Ίσως γιατί δεν αντιστάθηκα για να με φέρουν εδώ. Δεν είχα και κάποιο στόχο για να μου δώσει κίνητρο να αντισταθώ. Η Olivia ήταν νεκρή κι ο τελευταίος στόχος που είχα ήταν να την βοηθήσω να βγει από το παλάτι ζωντανή. Είχα αποτύχει.

Δεν είχα επισκέψεις από κανέναν τους, φαινόμενο που θεώρησα περίεργο. Περίμενα τον Julian να έρχεται για να με βασανίσει ή τον Eric για να με σκοτώσει. Ωστόσο, κανείς δεν είχε έρθει τους μήνες αυτούς. Ο Eric είχε απαγορεύσει την αδερφή του από το να με πλησιάσει και από ότι άκουσα από τους φρουρούς είχε την δύναμη να δώσει τέτοια διαταγή. Είχε γίνει ο βασιλιάς του τόπου. Ο πατέρας τους είχε πεθάνει την μέρα που έγινε η σφαγή των λυκανθρώπων, εξού και η κορόνα και τα ρούχα εκείνη την μέρα. Η κηδεία του διοργανώθηκε κάτι εβδομάδες μετά τις δολοφονίες. Αυτά ήταν και τα τελευταία νέα που είχα ακούσει για το τι συνέβαινε στο παλάτι. Είχαν περάσει εβδομάδες από τότε, μήνας.

Έγλυψα τα ξηρά χείλη μου για να τα υγράνω και έκλεισα τα μάτια μου. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε για τον χώρο και άνοιξα τα μάτια μου χωρίς να κουνήσω το σώμα μου στρέφοντας την προσοχή μου προς το βάθος, εκεί που ήταν η ανοιχτή πόρτα, στην σκοτεινή φιγούρα που προχωρούσε προς τα μέσα. Το δυνατό φως πόνεσε τα μάτια μου αναγκάζοντας με να τα κλείσω σφιχτά καθώς το τσούξιμο είχε αρχίσει να με κάνει να δακρύζω. Είχα συνηθίσει το σκοτάδι που επικρατούσε στα μπουντρούμια και το φως κρυβόταν πίσω από την πόρτα με τύφλωνε. Τα βήματα της φιγούρας ακούγονταν στο πάτωμα ώσπου σταμάτησαν έξω από το κελί μου.

Έκανα απόπειρα να ανοίξω τα μάτια μου ώστε να δω ποιος με είχε επισκεφτεί, αλλά ακόμα δε μπορούσα να τον διακρίνω. Το μόνο που κατάφερα να καταλάβω ήταν πως το άτομο μπροστά μου ήταν άντρας. Julian; Eric; Ο άντρας έβαλε τα κλειδιά στην κλειδαρότρυπα του κελιού μου και την άνοιξε κάνοντας τον χαρακτηριστικό ήχο να ακουστεί. Έσπρωξε την πόρτα τρίζοντας την από την σκουριά και έκανε το πρώτο βήμα μέσα. Το δεύτερο δεν άργησε να ακολουθήσει και ύστερα το τρίτο και τέταρτο ώσπου στάθηκε μπροστά μου.

Bloodline; The Prince And The Hunters {Editing}Where stories live. Discover now