Κεφάλαιο 9

368 31 3
                                    

Πέτρος

Τελειώνοντας το μάθημα «Ποδόσφαιρο ανδρών», πήγα στη στάση. Ενώ περπατούσα προς την εκεί, είδα κάτι κορίτσια να χασκογελάνε κοιτάζοντας με. Τους χαμόγελασα πονηρά και συνέχισα.

Κάθισα στο παγκάκι της στάσης. Εκεί που καθόταν η Ηρώ. Θέλω να αισθάνομαι την παρουσία της με κάθε τρόπο. Δεν ξέρω πως και γιατί, αλλά νιώθω κάτι διαφορετικό για εκείνη. Εντονότερο από αυτά που είχα για άλλες. Δεν θέλω να της μιλάω απότομα. Απλά αυτό λειτουργεί σαν άμυνα για μενα. Πριν από 3 χρόνια ήμουν με μία κοπέλα, την Ειρήνη. Ήμασταν μαζί 6 μήνες, μέχρι που κατάφερε μέσα σε μια στιγμή να τα καταστρέψει όλα. Πήγε με έναν συμφοιτητή μου. Απο τότε ορκίστηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα ξαναγαπούσα. Μέχρι που την είδα. Μέχρι που γνώρισα την Ηρώ.

Μου είναι δύσκολο να εκφράζω τα συναισθήματά μου. Απόντότε που έγινε αυτό, κλείστηκα στον εαυτό μου. Ξεκίνησα το τσιγάρο, θεωρώντας ότι με ηρεμούσε. Ευτυχώς, κάπνιζα μόνο για 3 μήνες και μετά το έκοψα. Θυμήθηκα πως ήμουν αθλητής. Γι' αυτο και "χτύπησα" στο χερι "Memento Vivere".

Έφτασε το λεωφορείο.

Σταμάτησα στη στάση για την καφετέρεια. Προχωρώντας εντόπισα το αμάξι του Μάνου. Πλησίασα για να βρω το σπίτι της. Μπροστά από την πόρτα βλέπω τον Μάνο με την Ήρώ να είναι κοντά. Πολύ κοντα. Μα δεν φιλιούνται. Ευτυχώς. Απλά έτυχε να είναι μαζί. Είμαι σίγουρος. Του Μάνου τέτοιου είδους κοπέλες. Τώρα φεύγει από την πόρτα και κατευθύνεται προς το αμάξι του. Κρύβομαι πίσω από ένα δέντρο και μόλις βρω ευκαιρία κατευθύνομαι στο σπίτι της. Θέλω να χτυπήσω την πόρτα, μα αδυνατώ. Το χέρι μου, όπως και η καρδιά μου, είναι έτοιμο να χτυπήσει, αλλά το μυαλό λέει όχι. Το μυαλό είναι αυτό που σε οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Τελικά βρίσκω το θάρρος και χτυπάω την πόρτα.

-Πέτρο.., είπε χαμηλόφωνα γεμάτη δάκρυα στα μάτια.
-Είσαι καλά;, συμπληρώνω. Γαμώτο, κλαίει.
-Πέτρο πήγαινε στην καφετέρεια. Καλά είμαι, μου είπε και πήγε να κλείσει την πόρτα όμως βάζω το πόδι μου, προκειμένου να μην κλείσει.
-Ξέρω δεν είναι λίγα αυτά που πέρασες. Τελοσπάντων απλά χτύπησα να σου πω να μην στεναχωριέσαι. Και είδα τον Μάνο και χτύπησα. Δεν σε παρακολουθω, και γούρλωσε τα μάτια δεν ξέρω γιατί.
-Τι είδες;!!, είπε απορρημενη.
-Απλά σας είδα να χαιραιτιέστε., τι θα έπρεπε δηλαδή να δω;
-Ααα, είπε με μια δόση ανακούφισης που δεν έχω καταλάβει ακόμα.
-Αντίο.
-Αντίο.

Πρώτη φορά της μίλησα τόσο καλά. Είμαι σίγουρος πως θα απόρησε. Πηγαίνω προς στην καφετέρεια. Είναι εκεί η αδερφή μου. Έπεσε αρκετή πελατία, αλλά η Αμαλία θα έφευγε γιατί είχε ιδιαίτερα με ένα παιδί -τελείωσε φιλολογία- .Τώρα θα πρέπει να αναλάβω όλο τον κόσμο μόνος μου. Πάλι δεν θα προλάβω να διαβάσω. Ήδη χρωστάω ένα μάθημα. Μέσα στο πλήθος, μετά από μία ώρα, την βλέπω. Ναι βλέπω την Ηρώ. Ήρθε για να κατεβάσει αρχεία. Την βλέπω να έρχεται προς εμένα. Είμαι ήδη αρκετά κουρασμένος και δενν ξέρω αν θα καταφέρω να βγάλω την δουλειά μόνος μου. Η μητέρα μου λείπει με τον πατέρα μου Αθήνα, για να πάνε στο μνημόσυνο ενός θείου, ενός οικογενειακού φίλου μας.

-Πολλή δουλειά, έπεσε, μου είπε και ακούμπησε το χέρι της στην μπάρα.
-Είσαι καλά;
-Ήρθα για να ξεχαστώ. Μόνος σου είσαι; Φαίνεσαι πολύ κουρασμένος.
-Ναι μόνος. Όπως το είπες!
-Φέρε μια μπλούζα του μαγαζιού.
-Ορίστε;!
-Νά σε βοηθήσω!! Άντε!!!
-Δεν ξέρω τι να πω! Ευχαριστώ! Για πρώτη και τελευταία φορά που στο λέω! Μην ξεχνιόμαστε.., η άμυνα που λέγαμε.

Της έδωσα μία μπλούζα της καφετέρειας και πήγε στο μπάνιο ν' αλλάξει. Όλο το απόγευμα το περάσαμε μαζί. Βοηθώντας ο ένας τον άλλον.

(Νομιζω μετα απο αυτο κεφαλαιο καταλαβατε πολλα!)

Να μ' αγαπάς...Where stories live. Discover now