Κεφάλαιο 12

348 30 2
                                    

Έχει πάει ήδη 9.00 το βράδυ και ο Μάνος μου έχει στείλει αμέτρητα μηνύματα. Τα διαβάζω απλώς. Λέει πόσο με αγάπαει, κι όμως αν με αγαπούσε πραγματικά, δεν θα έκανε ό,τι έκανε. Είναι ειρωνία. Τραγική κιόλας. Πήρα το μεσημέρι τηλέφωνο τους γονείς μου. Μου είπαν πως αύριο το πρωί θα έρθει ο πατέρας μου. Τους ανακοίνωσα πως ήθελα να σταματήσω τη σχολή. Απόρησαν. Για κάτι που ήθελα τόσο ξαφνικά να θέλω να το εγκαταλείψω. Τους είπα πως ήθελα να πάω στο εξωτερικό. Μου είπαν πως πρέπει να τελειώσουν οι εξετάσεις που γράφουν εκεί και μετά θα ξεκινήσουμε τις διαδικασίες.

Πήγε κιόλας 10. Το κουδούνι χτύπησε ξανά. Από ότι φαίνεται, ο Πέτρος έχει μανία να χτυπάει τα κουδούνια. Του ανοίγω και τον είδα κουρασμένο. Κάνει κρύο αφού είναι Γενάρης και φορούσε μια απλή ζακέτα. Κρύωνε.

-Να..να μπω;, μου είπε τρέμοντας. Έχουν πιάσει ήδη τα χιόνια. Όσο θυμωμένη κι αν ήμουν μαζί του δεν μπορούσα να τον αφήσω έξω. Του έκανα νόημα να μπει μέσα. Ευχαριστώ, συνέχισε.
-Τι θες, τον ρώτησα και κάθισα στον καναπέ.
-Ξέρω ότι άκουγες...
-Πολλά ξέρεις.
-Τι έχεις σκοπό να κάνεις;
-Δεν σου πέφτει λόγος.
-Θα φύγεις;
-Εσένα τι σε νοιάζει;

Ω Θεέ μου... Γίνομαι σαν κι αυτόν.

-Αν μου πεις θα σου πω.
-Ναι θα φύγω.
-Και θα τα αφήσεις όλα;
-Αφού ότι είχα καταστράφηκε. Και με τους ανθρώπους αισθάνεσαι μόνος. Σειρά μου τώρα.  Τι γυρεύεις σπίτι μου;
-Γύρισα από την καφετέρεια. Τα λεωφορεία δεν λειτουργούν λόγω κακοκαιρίας.
-Κι εγώ σε μπορώ να βοηθήσω, τον ρώτησα και πήρα το πιο σκληρό μου ύφος.
-Δεν θα κάτσω να σε παρακαλάω κιόλας! Καληνύχτα!, πήγε να φύγει.
-...κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ έχει σκεπάσματα. Καληνύχτα.

Χριστέ μου. Έγινα τόσο εχθρική απέναντί του. Προσποιήθηκα ότι είμαι θυμωμένη, ενώ είμαι στ' αλήθεια πληγωμένη, χωρίς μίσος μέσα μου. Πήγα στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα. Στο σπίτι υπάρχει θέρμανση κι έτσι κυκλοφορώ με το κοντομάνικο. Ξάπλωσα και δεν σκεπάστηκα. Τον άκουγα να μιλούσε από το σαλόνι στο τηλέφωνο με την Αμαλία. Της είπε πως θα κοιμηθεί εδώ απόψε. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα με πήρε ο ύπνος. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και ένιωσα μια φιγούρα να κάθεται δίπλα μου. Ήμουν σίγουρη πως ήταν ο Πέτρος. Ένιωθα τόσο έντονα την παρουσία του και το άρωμά του. Δεν φορούσε την μπλούζα, μιας και κάνει αρκετή ζέστη στο σπίτι. Κάνω πως κοιμάμαι, μα καταλαβαίνω κάθε κίνησή του. Ξάπλωσε δίπλα μου. Η καρδιά μου πάλεται τόσο δυνατά. Νιώθω τα χέρια του να ακουμπούν και να χαϊδεύουν το πρόσωπό μου. Έχει τόσο απαλό άγγιγμα. Μου ψιθύρισε στο αφτί -νομίζοντας πως δεν κοιμάμαι- «Κάποια μέρα θα τα μάθεις όλα και θα καταλάβεις αγάπη μου» και με φίλησε στο στόμα. Μετά με αγκάλιασε και με φίλησε στο μέτωπο. Έπειτα έφυγε απο το δωμάτιο...

Σηκώθηκα από το κρεβάτι και άνοιξα τις κουρτίνες. Κάθισα μπροστά από το παράθυρο και άρχισαν να περνάνε διάφορες σκέψεις στο μυαλό μου. Η πόρτα ξανανοίγει.

-Ήξερα πως δεν κοιμώσουν.
-Πέτρο...
-Σταμάτα. Μην σκέφτεσαι τι είναι σωστό και τι όχι. Κάνε μια φορά αυτό που θέλει η ψυχή σου, είπε με πήρε αγκαλιά, και άρχισε να φιλάει παθιασμένα.
-Πετρ...

Με οδήγησε στο κρεβάτι και με ξάπλωσε. Θα χέρια του τοποθετήθηκαν στη μέση μου και σιγά σιγά μου έβγαλε την μπλούζα. Έπειτα προσπάθησε να κάνει το ίδιο με το παντελόνι όμως τον σταμάτησα.

-Πέτρο!!! Δεν…δεν μπορώ.. Καληνύχτα, πήρα την μπλούζα μου και πήγα στο μπάνιο.

Δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό! Όχι δεν μπορεί!!!

(Νταν νταν νταααν! Εξελιξεις!!!)

Να μ' αγαπάς...Where stories live. Discover now