Κεφάλαιο 19

3.8K 224 22
                                    

Όταν όλα στη ζωή σου ανατρέπονται από τη μια στιγμή στην άλλη πριν προλάβεις να αντιληφθείς το παραμικρό, όταν πράγματα που περίμενες ότι δε θα την επηρέαζαν, τελικά κάνουν το μεγαλύτερο κακό σε εκείνη, τι κάνεις; Τι κάνεις όταν χάνεις τη γη κάτω από τα πόδια σου μαζί με λίγη από την αυτοπεποίθησή σου; Πως αντιδράς απέναντι σε ανθρώπους που άλλα περιμένουν από εσένα και άλλα παίρνουν γιατί πολύ απλά αδυνατείς να τους τα προσφέρεις;

Εκείνος ο θάμνος ήταν το καταφύγιο μου μέχρι ο κύριος Αθανασίου να αποφασίσει ότι δε θα με έβρισκε και να φύγει με το παπούτσι μου. Γιατί βρε παιδάκι μου, το παπούτσι μου; Και ήταν το αγαπημένο μου ζευγάρι. 

Τέλος πάντων, αποφάσισα να σηκωθώ από το νωπό γρασίδι και να σταθώ στα πόδια μου με το βλέμμα μου πάντα στραμμένο στην είσοδο του μαγαζιού σε περίπτωση που έβγαινε πάλι να τσεκάρει την περιοχή. "Δέσποινα;" άκουσα και πετάχτηκα από την τρομάρα μου. Γύρισα και κοίταξα πίσω μου να δω την Κλαίρη να με κοιτάζει προβληματισμένη (καθώς είχε αφαιρέσει τη μάσκα της) και τον τύπο με τον οποίο χόρευε προηγουμένως να στέκεται από πίσω της. Κάποια πέρασε αρκετά καλά το τελευταίο εικοσάλεπτο. 

"Πρώτον, κόφ' το αυτό που κάνεις κάθε φορά και εμφανίζεσαι τόσο αθόρυβα" είπα μέσα στα νεύρα μου. Ξεφύσησα, σήκωσα τα χέρια μου στο πρόσωπό μου και έβγαλα τη μάσκα μου. "Και δεύτερον, φεύγουμε" της είπα χωρίς να το πολυσκεφτώ. 

Έκανε μια περίεργη γκριμάτσα. "Κάτσε, τι; Γιατί;" ρώτησε ξαφνιασμένη από την απρόσμενη μου διάθεση να αποχωρίσω. Χωρίς να της πω το οτιδήποτε, μου έριξε μια ματιά από πάνω μέχρι κάτω και τα χαρακτηριστικά της μαλάκωσαν στιγμιαία. "Έγινε τίποτα με τον τύπο που χόρευες;". 

Την κοίταξα ένοχα και κατέβασα το κεφάλι μου. Ντρεπόμουν να παραδεχτώ ολόκληρο το σκηνικό το οποίο παρεμπιπτόντως αδυνατούσα και να χωνέψω. Εκείνη έκανε, απ' ότι κατάφερα να δω, ένα νόημα στο συνοδό της και αυτός αποχώρησε χωρίς κάποια παραπάνω κουβέντα. Άφησα το σώμα μου να πέσει βαρύ και πάλι στο γρασίδι και έκατσα σταυροπόδι χαζεύοντας το παπούτσι μου κι αδιαφορώντας πλήρως για το υπέροχο φόρεμά μου. 

"Ελπίζω να έχεις μια καλή δικαιολογία να μου πεις, κακομοίρα μου. Περίμενα πολύ καιρό αυτή τη χοροεσπερίδα" είπε μεταξύ αστείου και σοβαρού. Κάθισε κι εκείνη κάτω απέναντί μου. Εντωμεταξύ, το κρύο είχε αρχίσει να αυξάνει όσο έπεφτε η νύχτα και εμείς καθόμασταν έξω χωρίς κανένα δισταγμό και χωρίς να μας νοιάζει για το αν την επόμενη μέρα θα ήμασταν στα κρεβάτι μας με 40 πυρετό. 

"Μάντεψε" είπα χωρίς να την κοιτάω, με το βλέμμα μου ακόμη κολλημένο στο παπούτσι μου.

"Αυτό είναι πραγματικά το τελευταίο πράγμα που θέλω να κάνω αυτή τη στιγμή" είπε σχεδόν αγανακτισμένη. Εντάξει, προφανώς και εκείνη δεν έφταιγε σε τίποτα, εγώ είμαι εκείνη που προσελκύει το δράμα στη ζωή της συνεχώς, χωρίς ούτε τον παραμικρό δισταγμό. Απορώ πως βρίσκεται ακόμη δίπλα μου, η ζωή της δε βρίσκεται ποτέ σε ησυχία και έχει πάντα να ασχολείται και με κάτι καινούριο. 

Προσπάθησα να της εξηγήσω τα πάντα με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες μπορούσα, χωρίς να παραλείψω τα πιο ουσιώδη σημεία. Όπως το τραγούδι, την αφαίρεση της μάσκας και φυσικά την ταυτότητα του προσώπου που χόρευε μαζί μου. 

Για μερικά δευτερόλεπτα, αφού είχα σταματήσει να μιλάω, την είδα να με κοιτάζει σαν χάνος. Ξέρετε, με αυτό το γνωστό το γελαδίσιο το βλέμμα. Ναι, αυτό εννοώ. Κούνησα τα χέρια μου μπροστά της και εκείνη κούνησε λιγάκι το κεφάλι της στην προσπάθειά της να κατανοήσει και να αφομοιώσει τα όσο είχε μόλις ακούσει. "Ο Αθανασίου ρε φίλε;" ήταν το μόνο που βγήκε από το στόμα της. Μετά από λίγο κοίταξε το παπούτσι στο χέρι μου. "Πες μου ότι σου έπεσε το παπούτσι και το βρήκε εκείνος.." είπε με ειρωνικό τόνο.

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. 

"Ε όχι ρε συ, δε γίνεται αυτό. Νιώθω σαν να μου αφηγείσαι τη Σταχτοπούτα σε νεότερη έκδοση. Τι γίνεται με τη ζωή σου; Εξήγησε μου λίγο" ξεφύσησε αγανακτισμένη από αυτά που άκουσε. Και, φυσικά, οι ερωτήσεις της ήταν ρητορικές.. οπότε και δεν απάντησα. "Έλα, σήκω" είπε και σηκώθηκε όρθια. 

Την κοίταξα περίεργα. "Φεύγουμε;" 

"Προφανώς! Θες να σε δει ο άλλος και να γίνει της τρελής;" είπε σε εμφανέστατο τόνο. 

"Δίκιο έχεις" είπα. Σηκώθηκα όρθια και τίναξα λιγάκι το φόρεμά μου. Σταθήκαμε απέναντι από την είσοδο του μαγαζιού. Η Κλαίρη πήρε τηλέφωνο τη μητέρα της και της είπε να έρθει να μας πάρει γιατί δεν είχαμε όρεξη να καθίσουμε άλλο. 

Πρέπει να πέρασαν 10 λεπτά μέχρι να εμφανιστεί το αυτοκίνητο της κυρίας Μαίρης και να σταματήσει ακριβώς μπροστά μας, τη στιγμή που ο Αθανασίου αποφάσισε ότι έπρεπε να βγει από το μαγαζί και να μιλήσει στο τηλέφωνο. Είχα μόλις ανοίξει την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου όταν τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. Σταμάτησε να μιλάει στο τηλέφωνο. 

Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω όσο έκπληκτος δεν ήταν ποτέ του.

Είχε μείνει με το στόμα του ανοιχτό.

Κι εγώ από μέσα μου καταριόμουν την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισα να εμφανιστώ σε αυτή τη χοροεσπερίδα.


~

Όμορφες καληνύχτες, παιδάκια. Πείτε μου τη γνώμη σας στα σχόλια!

Ο καθηγητής μουWhere stories live. Discover now