Part 2

184 11 0
                                    

Πήρε με τον Κανέλλο μονάχα πρωινό στο σημείο που θα χτιζόταν η εκκλησιά. Είχε ζητήσει αυτήν την συνάντηση ο θείος του για να μιλήσουν οι δυο τους για όλα όσα είχαν συμβεί τον τελευταίο καιρό. Άχαρα και ανήκουστα πράγματα που ενώ είχε διαβάσει σε μερικές αράδες στα γράμματα του Κανέλλου, δεν μπορούσε να τα χωρέσει ο νους του. Από την απόπειρα σκοτωμού του Μιχαήλ, έως τον χαμό του παιδιού του Μάρκου.

«Το γέννησε μα μετά από λίγες ώρες ξεψύχησε. Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχούλα του.» του είπε. «Έχει φαγωθεί ο Μάρκος να κάνει το διάδοχο και θεωρεί πως η Μεταξία χάλασε που δεν έχει μπορέσει να του τον δώσει σε αυτόν τον έναν χρόνο που πέρασε.»

«Ύστερα από αυτήν την άθλια ταραχή, πως να πιάσει παιδί η Μεταξία; Πρέπει να κάνει υπομονή.»

«Στα λόγια μου έρχεσαι.» κούνησε το κεφάλι του ο Κανέλλος.

Έκαναν μία παύση να μασουλήσουν ψωμοτύρι και να χαθούν στις προσωπικές τους σκέψεις, όταν ο Αντρέι αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα. Δεν μπορούσε να το αργήσει, έπρεπε ο Κανέλλος να γνωρίζει. Έτσι, ξεκίνησε να μονολογεί για την Φιλική διαλέγοντας λόγια και λέξεις ορθές που θα βοηθούσαν τον θείο του να κατανοήσει. Τον σκοπό, την σοβαρότητα του και την ανάγκη του.

Ο Κανέλλος στην αρχή τον κατηγόρησε πως παλαβωσε, μα ύστερα κοντοστάθηκε δίπλα στο άλογο του και τον κοίταξε αφήνοντας μια βαθιά ανάσα.

«Και γιατί δεν μίλησες στον Καπετάνιο;» τον ρώτησε.

Ο Αντρέι κούνησε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά. «Ξέρεις γιατί, Κανέλλο. Ο σκοπός αυτός δεν έχει ουδεμία σχέση με εξουσία.»

Και δεν χρειάστηκε να πουν κάτι πιότερο. Ήξεραν κ' οι δυό.

Άκουσε έναν χτύπο στην πόρτα καθώς έγραφε στον Διογένη για την πρώτη προσέγγιση του στον θείο του. Δεν είχε να γράψει πολλά, διένυε τη δεύτερη εβδομάδα στη Μάνη και δεν είχε νιώσει πιο ξένος ούτε όταν είχε πρώτοφτάσει στη Ρωσία.

«Περάστε.» είπε.

Η πόρτα άνοιξε και ενώ περίμενε τον θείο του ή τον Κοσμά να τον τρελάνει λιγάκι με την πολυλογία του, τα βήματα ήταν ελαφρά και σχεδόν σιωπηλά. Συμπέρανε γρήγορα ότι ο Κοσμάς σίγουρα δεν ήταν.

«Συγχώρεστε με, αφέντη.» γύρισε ολόκληρον τον κορμό του και βρήκε την νεαρή κοπέλα που είχε βρει στον τάφο του πατέρα της. Μα τούτην την φορά τα μαλλιά της ήταν λιτά κ' ολόφρεσκα, με τις μπούκλες της να πέφτουν μακριές κάτω από τους ώμους της. Χρυσές και ξέμπλεκες. «Η Πολυξένη μου είπε να σας αλλάξω τα σκεπάσματα, αλλά μπορώ να περάσω αργότερα εάν-»

Εκείνος ο ΛάσκαρηςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα