Part 7

245 10 0
                                    

«Καλημέρα σας, δεσποσύνη.» πήδησε από το άλογο και στάθηκε δίπλα της.

Η Θεοφανώ χάιδεψε την χαίτη του άλογου και έσκυψε να το φιλήσει. «Τι κανείς εσύ εδώ;»

«Περνούσα.» της απάντησε και της παρουσίασε ένα κυκλάμινο.

Η κοπέλα πήγε να το πάρει από το χέρι του αλλά εκείνος το τράβηξε και το τοποθέτησε στα μαλλιά της. Έγειρε το κεφάλι του και την χάζεψε. Άγγιξε τα χείλη της με τον αντίχειρα του και φύτεψε ένα απαλό φιλί εκεί.

«Αν μας δουν...» είπε εκείνη και κοίταξε ένα γύρω.

«Και τι θα γίνει τότε, μάτια μου;»

«Αντρέι, σταματά.» φλόγισε ολόκληρη με την σιγουριά του. Χρωματίστηκε ολοκόκκινη.

«Εντάξει, συγγνώμη.» άφησε το χέρι του να πέσει και έκανε ένα μικρουτσικο βήμα πίσω. «Θέλεις να ανέβεις να κάνουμε μια βόλτα μέχρι τον όρμο; Δεν θα σε αργήσω.»

Η Θεοφανώ φάνηκε να το σκέφτεται, όλα τα πιθανά σενάρια και μη. Τα μάτια που θα μπορούσαν να τους τσακώσουν και τις δικαιολογίες που θα κομπιαζε να πει. Αλλά τι να έκανε, δεν είχε επιλογή ειλικρινά.

Την βοήθησε να ανέβει και ύστερα ανέβηκε κι αυτός. Ένιωσε τα χέρια της να τον σφίγγουν και συνάμα ένιωσε και την ίδια τη ζωή. Η παλάμη της βρήκε την καρδιά του και εκείνου τα χείλη το πίσω μέρος του ίδιου χεριού. Συνυπήρξαν στην κοινή τους ησυχία απολαμβάνοντας την ηλιόλουστη χειμερινή πλάση. Και όλα ήταν καλά σε εκείνον τον κόσμο.

«Χθες δεν σε βρήκα όλη μέρα.» της είπε όταν έφτασαν στα βράχια πίσω από τον όρμο.

«Είχα πάει στο Μοναστήρι και-να-» τον άφησε να την κατεβάσει. «Πήγαμε κάπου που είχα δει σε ένα όραμα. Ένα σπίτι που μου είχε δείξει ένα κορίτσι, θυμάσαι;»

Ο Αντρέι εγνευσε καθώς έδενε το άλογο.

«Ε, η Αγάθη το βρήκε και πήγαμε και-» ξεφύσησε και γύρισε προς τα κύματα. Έσφιξε το μάλλινο ύφασμα γύρω της όταν το αγέρι την βρήκε, μα ο Αντρέι ήταν πιο γρήγορος. Της ακούμπησε στους ώμους το παλτό του και μαζί ακούμπησε και ένα φιλί στις μπούκλες της.

«Πες μου.» της ψιθύρισε να συνεχίσει.

«Είδα ένα όραμα, Αντρέι. Μεγάλο και σκληρό όραμα.» γύρισε να βρει τα μάτια του παρηγοριά. «Καποιος από τους φρουρούς των Γερακαρηδων ήταν ο πατέρας μου. Η-Η Κυπριανή το είπε στην Αγάθη και όντως ένα όνομα μόνον άκουσα και έμαθα πως η μόνη συγγενής του μένει στη Μονοβάσια.»

Εκείνος ο ΛάσκαρηςWhere stories live. Discover now