Part 11

230 9 0
                                    

Σιγά σιγά ανοιγόκλεισε τα μάτια του και άπλωσε το χέρι του να την έβρει. Έπιασε μόνον κρύο αέρα και μουγκρισε σε διαμαρτυρία της μοναξιάς του.

«Δεν σε στεφανώθηκα για να ξυπνάω μόνος.» πλάγιασε στο ξύλινο πλαίσιο, κοιτάζοντας την δίπλα στη φωτιά της κουζίνας.

Τα μαλλιά της ήταν λυτά πια, μακριά στην πλάτη της και γυαλιστερά, τόσο που έμοιαζαν με χρυσάφι ατόφιο, πολύτιμο. Και το χαμόγελο της· εκείνο που του έριξε, πολυτιμότερο ακόμα, τιμαλφή.

«Έναν καιβέ σου ετοιμάζω, άντρα μου. Τώρα θα ερχόμουν να στον φέρω.» του απάντησε γλυκά και άφησε το κανάτι στον ξύλινο πάγκο.

Ο Αντρέι βημάτισε προς το μέρος της και έπιασε το χέρι της για να την τραβήξει ολόκληρη επάνω του. «Άντρα σου.» ψιθύρισε.

«Δεν σ'αρέσει;» σηκώθηκε λιγάκι στις μύτες των ποδιών της για να τον κοιτάξει καλύτερα.

«Πως; Ο,τι βγαίνει από αυτά τα χείλη σου μου αρέσει.» της απάντησε και με μια γρήγορη κίνηση την σήκωσε ολάκερη στην αγκάλη του και την κάθησε επάνω στο τραπέζι στη μέση του χώρου. Κοιταξε το χέρι της που το κοσμούσε πια η βέρα της μάνας του και την χάιδεψε ίσα που με τον αντίχειρα του. Ύστερα έσκυψε για να αφήσει σκόρπια φιλιά στο λαιμό της και σε όσο στέρνο δεν έκρυβε η νυχτικιά της.

«Αντρέι,» του έσφιξε το μπράτσο. «Όχι εδώ!»

«Γιατί; Μπορούμε να κάνουμε ο,τι θελουμε στο σπιτικό μας, κυρία Λάσκαρη.» της υπενθύμισε, λύνοντας της το ζωνάρι.

Άφησε ένα μικρό αγκομαχητό να φτάσει τα αυτιά του και έκανε κι άλλο λίγο πίσω να στηριχτεί στα χέρια της και να του δώσει καλύτερη πρόσβαση. Εκείνος την τράβηξε απότομα από τους γλουτούς και την έφερε άκρη-άκρη, γρήγορα λύνοντας και το δικό του παντελόνι. «Δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό μου ότι είμαι δικός σου επιτέλους.» της είπε.

Η Θεοφανώ έκλεισε τα μάτια της σφικτά, νιώθοντας την ένωση παντού, να της βάζει φωτιά δυνατή. «Πάντα, για πάντα.» του είπε ξέψυχα.

Πέρασαν ακριβώς επτά ημέρες απ'όταν είχαν έρθει σε επαφή με άλλους. Αποφάσισαν πως έπρεπε να επισκεφτούν τον Πύργο και να πάρουν το γεύμα τους όλοι μαζί. Η Θεοφανώ ένιωθε φόβο, μα με το που άνοιξαν οι Πύλες και ο Αντρέι την κοίταξε κατεβάζοντας την από το άλογο, ήξερε πως όλα θα ήταν καλά σε εκείνον τον κόσμο.

«Να σας, επιτέλους!» ο Κοσμάς κυριολεκτικά έτρεξε προς το μέρος του Αντρέι με ανοιχτή την αγκαλιά του. «Που 'σαι καπετάνιο πάνω που σε συνηθίσαμε.»

Εκείνος ο ΛάσκαρηςWhere stories live. Discover now