Part 15

152 9 0
                                    

Η ανάσα που πήρε μέσα στο καινούριο της φόρεμα ήταν βαθιά. Το χέρι της κύλησε στο βαθυκόκκινο ύφασμα του καινούριου της φορέματος και ένα χαμόγελο της ξέφυγε όσο η παλάμη της δρόσιζε με τη φρέσκια επιφάνεια.

Είχε δυό βδομάδες εκεί, όσες ακριβώς χρειάστηκαν όλα εκείνα τα ρούχα που της είχε παραγγείλει ο Διογένης να ραφτούν και ήταν η πρώτη μέρα που θα ξεκινούσε με άλλη φορεσιά, άλλον αέρα.

Τα πράγματα ήταν ήσυχα και όμορφα, ακριβώς όπως ο Αντρέι της είχε υποσχεθεί πριν φύγουν πως θα ήταν. Το σπίτι τους ήταν ζεστό και ο Τζανέτος έδειχνε να είναι άνετος στον οντά του, ακριβώς τον απέναντι από τον δικό τους. Η Θεοφανώ μάθαινε σιγά σιγά τη γλώσσα από την κοπέλα που ερχόταν δυό φορές την εβδομάδα να την βοηθήσει με την επιμονή του Αντρέι και τα βρίσκε σκούρα, μα δεν θα τα παρατούσε.

Ο Μπακού θα έφτανε μερικούς μήνες αργότερα τους είχε μηνύσει και ο Αντρέι της είχε φανερώσει ήδη τα σχέδια του να τον στείλει πίσω στην πατρίδα του με ένα γερό κομπόδεμα. «Πρέπει να βρει κι εκείνος την οικογένεια του, Θεοφανώ.» της είχε εξηγήσει.

«Αντρέι!» φώναξε όταν δεν τον βρήκε μήτε στην κουζίνα.

Έστρεψε το βλέμμα της στην πόρτα και τους είδε μέσα από το τζάμι της πόρτας μαζί, πατέρας και γιος να βολτάρουν στον μικρό κήπο. Το παιδί είχε σηκώσει τα χεράκια του ψηλά να πιάσει ένα κίτρινο άνθος μέσα από την αγκαλιά του Αντρέι και γέλασε μόλις κατάφερε και το 'φτασε. 

«Это маленький цветок. Желтый цветок...» έλεγε αργά-αργά ο Αντρέι. «Желтый цветоκ.» επανέλαβε ακόμη πιο αργά. [Ένα μικρό λουλούδι. Κίτρινο λουλούδι.]

«Καρδούλα μου, θα μπερδευτεί το παιδί με τόσες γλώσσες που του αραδιάζεις συνεχώς.» είπε περιπαικτικά ανοίγοντας την πόρτα.

Ο Αντρέι γύρισε να την κοιτάξει, μα κοκάλωσε. Τα χείλη του άνοιξαν διάπλατα και τα μάτια του έγιναν τόσο μεγάλα, τόσο ζωντανά. Τόσο που έτρεξαν από πάνω μέχρι κάτω, σ'όλη την φιγούρα της μέχρι να επιστρέψουν πίσω.

«Боже мой. Я раньше не видел ничего подобного тебе.» ψιθύρισε και εκείνη μόνο ότι επικαλέστηκε τον Θεό κατάλαβε και τίποτα άλλο.

[Θεέ μου. Δεν έχω ξαναδεί τίποτα σαν εσένα.]

«Αντρέι;» γέλασε.

«Θέλεις να χάσω εντελώς τα μυαλά μου;» την  ρώτησε. «Το παιδί δεν το σκέφτεσαι που το κρατάω;» την πλησίασε.

Εκείνος ο ΛάσκαρηςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα