Part 16 - The End

192 11 2
                                    

«Α-Αντρ-αποκλείται.» ψέλλισε όταν τον είδε να στέκεται εκεί. Σάρκα και οστά. Ομορφιά και πόνος. Αγάπη, ευτυχία, πελώρια λατρεία.

«Θεοφανώ μου.» ήταν η δίκη του η φωνή, 'κείνη που άκουγε στις σκέψεις της.

Η γυναίκα πήδησε ολόκληρη επάνω του, ίσα που πρόλαβε ο δύσμοιρος να την βαστάξει να μην πέσουν.

Έχωσε το πρόσωπο της στο λαιμό του και μύρισε την ζωή, σφίγγοντας τον ακόμη πιότερο από πριν. Τον ένιωσε να τραντάζεται ολόκληρος από το γέλιο του και γέλασε κι εκείνη μέσα από τα δάκρυα της. Τραβήχτηκε ίσα που να βρει τα χείλη του με τα δικά της, χωρίς να του δώσει στάλα χρόνο να προετοιμάσει την ανάσα του. Τον φίλησε ξανά και ξανά και τον άφησε μόνο για να κοιτάξει τα μάτια του.

«Είσαι καλά, είσαι εδώ.» είπε με τρεμάμενη φωνή όταν τον άφησε.

«Στο υποσχέθηκα.» της αποκρίθηκε, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.

Κατέβηκε από πάνω του και πήρε το χέρι του να περάσουν μαζί το κατώφλι. Τον τράβηξε λίγο πιο δυνατά για να κάνει γρήγορα και έκλεισε την πόρτα πίσω τους μέχρι εκείνος να αφήσει την μοναδική σάκα που είχε ζαλωθεί. Του έσπρωξε το άγνωστο παλτό προς τα πίσω και το άφησε παραδίπλα, συνεχίζοντας με ένα μικρό φιλί στα χείλη.

«Θα-θα σου ζεστάνω νερό και-και α! φαγητό. Νερό; Θέλεις νερό;»

«Θεοφανώ μου, ησύχασε.» της χαμογέλασε. «Είναι αργά και δεν ήθελα να σε ανησυχήσω. Εάν δεν άνοιγες θα πήγαινα-»

«Θα πήγαινες που; Εδώ είναι το σπίτι σου, εγώ είμαι, η γυναίκα σου.» τον τράβηξε από το πουκάμισο. «Το ξέχασες;» του χαμογέλασε ελαφρά.

«Να το ξεχάσω; Πως; Εκείνη με κράτησε στη ζωή.» της αποκρίθηκε με νόημα που μόνο εκείνη μπορούσε να βγάλει.

Έφαγε, ήπιε κρύο νερό και έφαγε άλλο λίγο γλυκό πορτοκάλι υπό την πίεση της. Όσο το νερό ζέσταινε και 'κείνη απλώς τον χάζευε. Άνοιξαν την πόρτα του Τζανέτου και ο Αντρέι κάθησε ώρα κοιτώντας τον να κοιμάται, να ονειρεύεται.

Βάδισαν μαζί προς την χάλκινη σκάφη και η Θεοφανώ έχυσε λίγο-λίγο το ζεσταμένο νερό. Όταν γυρισε, εκείνος ήταν ακόμη καλυμμένος όλος. Έτσι, τον βοήθησε να λευτερωθεί από τα υφάσματα με τρεμάμενα χέρια. Μια χαρακιά στα πλευρά του την τρόμαξε, την έκανε να ανοίξει τα μάτια της διάπλατα, τόσο ώστε να τσούξουν. Αυτή ήταν που τον είχε φέρει ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, ήταν σίγουρη.

Εκείνος ο ΛάσκαρηςWhere stories live. Discover now