Part 9

220 7 0
                                    

Η Θεοφανώ άφησε την Αγάθη να τους σερβίρει κρασί του Μοναστηριού για να πιουν μια γουλιά στην υγειά της. Τα μαντάτα που της είχε φέρει την είχαν χαροποιήσει και είχε κιόλας μηνύσει του παπά.

Μια γυναίκα παντρευόταν για να βγάλει διαδόχους και μόνον. Ο έρως ήταν σπάνιος, ακριβοθώρητος κι όμως, εκείνη τον είχε βρει. Απύθμενο, τρελό που την είχε κάνει να μην λογιζει τιποτα· όλα φαίνονταν μικρά μπρος του.

«Να, την ακούς;» ο Κοσμάς είπε στην Αγάθη κατεβάζοντας ολόκληρο το ποτήρι με το κρασί. «Αυτά και άλλα χειρότερα λέει ο Αντρέας. Όχι απέξω του εύκολα, αλλά που να τον δεις να την χαζεύει από τα τείχη. Κανονιές να 'πέφταν, χαμπάρι δεν θα 'παίρνε. Παλαβοί κ' οι δυό.» κορόιδεψε.

Στο γυρισμό μίλησαν για το γάμο και το πόσο γοργά θα ήθελαν να γίνει. Η κατάσταση στον Πύργο δεν ήταν καλή, μα δεν θα το αργούσαν, ακόμη και οι δυό τους, θα το έκαναν.

«Δεν ξέβρω, Φανούλα. Αν με ρωτάς, πρέπει να φύγετε από δω χάμω όσο πιο γοργά γίνεται.» της είπε ανοίγοντας την πόρτα της πύλης.

Ηρθαν αντιμέτωποι με μια αναστάτωση, όχι πρωτόγνωρη για τον Πύργο, μα τώρα μια άμαξα με δυό άγνωστα άλογα ήταν παρατημένη μπροστά στους στάβλους.

«Που 'σαι Βρωτσο!» ο Σωτήρης έτρεξε προς εκείνον. «Ο μεγάλος Λάσκαρης, λαβώθηκε.» είπε λαχανιασμένος.

«Ο Αντρέας; Τι λες ωρε; Πως;» η Θεοφανώ του γραπωσε το μπράτσο.

«Μαχαιριά στην πλάτη.» είπε.

«Όχι, όχι.» η Θεοφανώ ένιωσε την ανάσα της λίγη.

Έτρεξαν μαζί με τον Κοσμά προς τον όντα του. Δεν την άφησε από το χέρι του φοβούμενος μπας και σωριαστεί κι αυτή. Εισέβαλλαν στο δώμα και τα μάτια τους κατευθείαν βρήκαν τον Αντρέι ξαπλωμένο μπρούμυτα με ματωμένα πανιά ολουθε στην πλάτη του.

«Ποιος τον λάβωσε;» ρώτησε ο Βρώτσος.

Η Θεοφανώ δεν έδωσε καμιά σημασία στους υπόλοιπους μέσα στο δωμα και γονάτισε δίπλα του ακουμπώντας την παλάμη της στο μόνο σημείο που δεν υπήρχε μήτε αίμα, μήτε πανί.

«Αγάπη μου...» του ψιθύρισε μα εκείνος δεν αντέδρασε. Τα βλέφαρα του παρέμειναν ακούνητα και η ανάσα του αδύναμη.

«Πες ωρε Κανέλλο! Να τονε βρω να τονε σφάξω!» ανέβασε τον τόνο του ψίθυρου του ο Κοσμάς.

«Μέρεψε, Βρωτσο.» του απήντησε. «Ο Μάρκος το έκανε.»

«Τι;» είπαν ταυτόχρονα κι οι δυό.

Εκείνος ο ΛάσκαρηςWhere stories live. Discover now