Part 14

188 9 6
                                    

Η Μεταξία μπούκαρε μέσα στο μπουντρούμι και στάθηκε μπροστά στην Θεοφανώ με ορθάνοιχτα μάτια.

«Θεοφανώ; Τι-» κοίταξε την Κυπριανη να κείτεται νεκρή παραπέρα, μα δεν έριξε δεύτερη ματιά και σήκωσε τα φουστάνια της να σκύψει σιμά της. «Όχι, όχι, δεν πρέπει να πεθάνεις κι εσύ.» γονάτισε και πίεσε το τραύμα. «Όχι, περίμενε, όχι.»

Η φωνή της έγινε άχνη, μακρινή και εκείνη μεταφέρθηκε σε εκείνο το σκοτάδι που κάποτε την είχε βρει ο Αντρέι.

«Μάνα;»

«Κόρη μου,» άκουσε μονάχα την φωνή της. Ένιωσε την παρουσία της. Μπήκε αέρας σε εκείνο το κενό και ένιωσε να ανασαίνει ξανά. «Πάλεψε, κόρη μου. Τώρα όλα έγιναν. Πάλεψε κόρη μου.»

«Μάνα, φεύγεις;» έπεσε κάτω.

«Θα είμαι πάντα κοντά σου, μα τώρα δεν θα 'σαι μοναχή σου. Σε ευχαριστώ, κόρη μου και με συγχωρείς.»

«Θεοφανώ! Θεοφανώ!» άκουσε μια τσιρίδα και βλεφαρισε. «Ξυπνά κοπέλα μου! Γεννάς!» η Μεταξία της χτυπούσε τα μάγουλα κάπως βάναυσα.

Προσπάθησε να σηκωθεί πατώντας με της παλάμες τις τις πέτρες. Ναι, ήταν ξανά ζωντανή.

«Κάτσε κάτω!» την πρόσταξε η κοπέλα και την έσπρωξε πίσω.

«Μ-Μεταξία, γε-γεννάω.»

«Τι μας λες;» αποκρίθηκε ειρωνικά η κοπέλα και μπουσούλησε μπροστά της. Της έπιασε τα γόνατα και τα έκανε στην άκρη. «Θεοφανώ είσαι μεγάλος μπελάς από τη μέρα που σε γνώρισα, ανάθεμα! Κρατά τα έτσι!»

«Είσαι-είσαι καλά;» την ρώτησε.

«Μην σε πιάνει πόνος για 'μένα. Πρέπει να γεννήσεις αυτό το παιδί γερό.» την αποπήρε καθώς ανέβασε το ύφασμα προς τα πάνω.

«Η Θεοφανώ ειναι αυτή;» ρώτησε ο Φρίξος περπατώντας μέχρι τα κάγκελα.

Ο Αντρέι άνοιξε τα μάτια του πλατιά και άφησε μιαν σκληρή ανάσα. Περπάτησε κι εκείνος δίπλα του και γράπωσε τα κάγκελα.

«Η Θεοφανώ!» επανέλαβε ο Φρίξος όταν την άκουσε ξανά να τσιρίζει.

«Θα σπάσουμε τα κάγκελα.»

«Τι λες, Αντρέι, δεν γίνετ-»

«Έλα Φρίξο!» φώναξε κι εκείνος δυνατά.

Κούνησαν και κούνησαν και έβαλαν όλη τη δύναμη που είχαν, μα δεν έλεγε 'κείνη η πόρτα να ανοίξει. Και η Θεοφανώ έσκουξε ξανά.

Εκείνος ο ΛάσκαρηςWhere stories live. Discover now