Part 8

251 10 0
                                    

Είχε περάσει ώρα πολλή από το δείπνο που ποτέ δεν τελείωσε όταν έφυγε από την σάλα. Η δυό γυναίκες ήταν κλεισμένες στους οντάδες τους με φρουρούς σε κάθε πόρτα, ενώ οι υπόλοιποι τριγυρνούσαν σαν τα φαντάσματα, δίνοντας δικαιολογίες, κάνοντας ερωτήσεις, λέγοντας ψέματα.

Ο Κανέλλος επέμεινε να παραμείνει σιωπηλός και ο Αντρέι για να μη χάσει τα μυαλά του, έψαξε καταφύγιο σε εκείνη.

«Κύριε Λάσκαρη, τι μπορούμε να κάνουμε για 'σας;» τον ρώτησε η Μορφούλα μόλις μπήκε στο μαγεριό.

«Μόνος μου είμαι Μορφούλα,» εντόπισε γρήγορα την Θεοφανώ που σκούπιζε τα πιατικά στο τέλος του τραπεζιού. «Μονάχα λίγο κρασί αν δεν σου κάνει κόπος.» της είπε ύστερα και βάδισε προς το καταφύγιο του.

Η Θεοφανώ του μισοχαμογέλασε, μα κρατήθηκε καθισμένη και τυπική. Ο Αντρέι από την άλλη άπλωσε το χέρι του και την χάιδεψε στον ώμο. Έσκυψε λίγο και άφησε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της.

«Τι κάνεις, μάτια μου;» την ρώτησε.

«Εσύ πως είσαι! Τι ήταν κι αυτό.»

Τινάχτηκε η κοπέλα με τον ήχο ενός πήλινου να σπάει και οι δυό συγχρονισμένα σήκωσαν τα μάτια τους να βρουν την πηγή.

«Τι ειν' τούτο;» ρώτησε η Μορφούλα κοιτάζοντας τους με ολοστρόγγυλα μάτια. Πιατέλα χάμω σε χίλια-δυό κομμάτια σκόρπια.

«Δεν-δεν σας είπε η Θεοφανώ;» συμπέρανε βρίσκοντας και τον Λουκά με μισόμασημένη μπουκιά και την Τσαντούλα κοκαλωμένη.

«Πρόλαβα;» η Θεοφανώ του απάντησε.

Ο Αντρέι ένωσε τα χείλη του και έκανε ένα βήμα πίσω λες και αν απομακρυνόταν θα τους καθόταν καλύτερα.

«Πριν απ'ολα όσα έγιναν τέλος πάντων, ανακοίνωσα ότι ζήτησα την χείρα της.» εξήγησε.

«Ζήτησες τι;» ο Λουκάς σηκώθηκε απάνω. «Τι λέει γυναίκα;»

«Τι με ρωτάς εμένα μωρέ Λουκά;» η Τσαντούλα περπάτησε προς το μέρος του. «Περιστέρα μου, τι λέει;»

«Αντρέι, τι λες;» αναρωτήθηκε και η ίδια.

«Μα, στο είχα πει, κορίτσι μου. Θα σε φωνάζαμε, μα η Κερασίνα-»

«Εδώ είσαι Αντρέα;» ο Κανέλλος μπήκε στον χώρο φουριόζος, διακόπτοντας την. «Έλα λίγο να σου πω.»

«Τι έγινε, Κανέλλο;»

«Έλα ωρε βάσανο της ψυχής μου, έλα.» του είπε και κοίταξε την Θεοφανώ με το ένα φρύδι σηκωμένο. «Με εσένα τσούπρα, θα τα πούμε άλλη στιγμή.» ακούστηκε ανάλαφρα η απειλή του, κάνοντας την να χαμογελάσει ελάχιστα. Ύστερα, χαμήλωσε το κεφάλι της και κοίταξε το πάτωμα. Ο Αντρέι ξεφύσησε και ύστερα ακολούθησε τον θείο του έξω από το μαγεριό.

Εκείνος ο ΛάσκαρηςWhere stories live. Discover now