Part 10

249 11 0
                                    

«Κυρά, με φωνάξατε;» η Θεοφανώ έσκυψε το κεφάλι της και περίμενε τη Δαμιανή να της κάνει νόημα να πλησιάσει.

«Περνά μέσα, Θεοφανώ.» της είπε.

Ένα μπαούλο κείτονταν δίπλα της ανοιγμένο, γιομάτο με λευκά υφάσματα.

«Θα σε προικίσουμε όπως είναι πρέπον.» της είπε κοφτά.

Η Δαμιανή είχε πάψει πια να είναι ευγενική και χαμογελαστή με τον καθένα. Τριγυρνούσε στον Πύργο σαν φάντασμα, ανέκφραστη, πικραμένη εδώ και καιρό. Ο διωγμός του Τζανή την είχε φτάσει στα άκρα της και δεν έλεγε η λύπη να την αφήσει. Μήτε η Ρηνιώ, μήτε κανείς δεν μπορούσε να την κάνει να χαρεί. Κλείνονταν στον όντα της με τις ωρες και καμία φορά άφηνε την Πολυξένη να καθίσει μαζί της. Μόνον εκείνη.

«Όχι κυρά, εγώ δεν-»

«Θα πάρεις Λάσκαρη. Δεν μπορείς να μην φέρεις τίποτα.» της υπενθύμισε.

Η Ρηνιώ τότε σηκώθηκε και βημάτισε δίπλα στη Θεοφανώ. «Είναι μονάχα μερικά πράγματα για να ανοίξετε το σπιτικό σας. Αν και δεν συμφωνώ καθόλου με την απόφαση του Αντρέα να φύγετε από εδώ.» της εξήγησε μέσα από έναν αναστεναγμό.

«Έλα να διαλέξεις μερικά.» είπε η Δαμιανή.

Η Θεοφανώ τότε γονάτισε κοντά στο μπαούλο μαζί με τη Ρηνιω και την άφησε να της δείξει μερικά από τα όμορφα, κεντητά υφάσματα. Η γυναίκα ήταν ενθουσιασμένη, σαν να ήταν αυτό που μονάχα περίμενε. Σαν να μην έχει κάτι άλλο να περιμένει και άδικο δεν είχε. Με τόσα κρίματα και αδικήματα και βαναυσότητες, η χαρά ήταν ακριβοθώρητη. Μα ήταν και η μοναδική.

«Α, μπα; Τι γίνεται 'δω;» η Μεταξία μπήκε στην σάλα, φορώντας τα μαλλιά της σε έναν ανέμελο κότσο και χίλια δυο κοσμήματα. «Δίνουμε στη δούλα ο,τι περίσσεψε-»

«Η Θεοφανώ είναι νύφη μας, πάψε.» την σταμάτησε γρήγορα η Ρηνιώ.

«Νομίζω αυτά είναι αρκετά.» προσπάθησε να προσπεράσει τα όσα γίνονταν και σηκώθηκε με αυτά που είχαν διαλέξει στην αγκάλη της.

«Μα κάτσε, είναι πολλά ακόμη.» της είπε η Ρηνιώ.

«Δεν χρειάζονται ούτε αυτά, μα σας ευχαριστώ πολύ.» χαμογέλασε ειλικρινά στη Ρηνιώ και μόνον.

«Ε, καλά, δεν είχες και ποτέ περισσότερα για να χρειάζεσαι κι αλλά.» αναστέναξε η Μεταξία.

Στην σάλα μπήκαν και οι άντρες, έχοντας φτάσει η ώρα του κρασιού πριν το μεσημεριανό. Ο Κανέλλος κοίταξε το μπαούλο και χαμογέλασε ίσως μόνο στο θέαμα του διαφορετικού σε 'κείνον τον Πύργο.

Εκείνος ο ΛάσκαρηςWhere stories live. Discover now