Κεφάλαιο 8

1.6K 179 24
                                    

*…..…….….*

    Ήταν τόσο ωραίο να ξανά κοιμάμαι σε ένα κρεβάτι μετά από τόσο καιρό! Αν και δεν ήταν αυτό που με έκανε να έχω το πιο ωραίο ύπνο που είχα εδώ και καιρό.... αλλά αυτός που κοιμόταν μαζί μου. Ο οποίος όσο κακός και αδιάφορος να έδειχνε, δεν ήταν. Και πως το κατάλαβα; Από το χέρι του που από χθες το βράδυ δεν το είχε βγάλει από πάνω μου, αγκαλιάζοντας με σαν αρκουδάκι. Ήταν τόσο αστείο!

   Από το προηγούμενο βράδυ ήμουν σίγουρη, πως η κοπέλα που είχα δει στο πίνακα, η μητέρα του Ρίτσαρντ, είχε κάτι γνώριμο. Μετά από ώρες σκέψης κατάλαβα πως την είχα ξαναδεί σε ένα πίνακα μία μέρα όταν είχα μπει κρυφά στο Ασλόνι. Στις μέρες μου είχε γίνει κάτι σαν αποθηκευτικός χώρος. Κανείς δεν ήθελε να θυμάται αυτή τη σκοτεινή παράδοση, που πήγαινε από γονιό σε παιδί. Είχα ακούσει από τη γερουσία όπως τους αποκαλούσα κοροϊδευτικά πως λεηλατούσαν χωριά ολόκληρα και έπαιρναν κοπέλες. Στη καλύτερη είχες μία σχεδόν καλή ζωή στο κάστρο. Αν όμως ο βασιλιάς ήταν άκαρδος, ένας ευγενικός χαρακτηρισμός από μέρους μου αν ρωτάτε,  τότε δεν θα δίσταζε να σκοτώσει όσες κοπέλες είχαν μεγαλώσει ή είχε βαρεθεί.

     Είχα ακούσει για τον πατέρα μου πως ήταν στη δεύτερη κατηγορία.... μάλλον ακόμα  είναι. Απλά όχι με την οικογένειά του. Τέλος πάντως.... το θέμα ήταν πως είχα δει ένα πίνακα πάλι και δεν ήταν μόνο εκείνη. Ήταν οι γονείς μου και εγώ ως μωρό, που έχω να πω πως ήμουν πολύ γλυκιά ως μωρό, ένας άντρας που φορούσε το μετάλιο που μου είχε δείξει ο Ρίτσαρντ και ένα αγόρι τουλάχιστον πέντε χρονών.... Πιστεύω πως είναι ο Ρίτσαρντ αυτό το αγόρι, αν και δεν νομίζω να θυμάται κάτι από τότε. Πάλι όμως βγαίνω εκτός θέματος.

   Όπως σε όλα τα πορτρέτα κάτω έγραφε τα ονόματα που είναι ζωγραφισμένα, μαζί με το όνομα του καλλιτέχνη. Και νομίζω πως το όνομα που  είχα διαβάσει ήταν Έμιλι; Μαλλον. Θυμάμαι πως θύμιζε το δικό μου όνομα. Αυτό πρέπει να ήταν.

   
     Άνοιξα τα μάτια μου και ο Ρίτσαρντ ήταν ήδη ξύπνιος και με κοιτούσε. " Πόση ώρα είχες ξυπνήσει;" η φωνή μου το πρωί ήταν σαν να έπαιζε κάποιος βιολί και να μην ήξερε να παίζει.

    "Αρκετή...αλλά δεν ήθελα να σε ξυπνήσω." σε αντίθεση με τη δικιά του που ήταν σαν να ακουμπάς βελούδο. Ναι, τόσο απαλή και την ίδια στιγμή βραχνή. Και με έφερε ακόμα πιο κοντά του φέρνοντας το άλλο του χέρι κάτω από το μαξιλάρι μου.

    "Ξέρεις είναι τρομαχτικό να κοιτάς κάποιον την ώρα που κοιμάται." του είπα και έβαλα το κεφάλι μου ανάμεσα στο λαιμό και τον ώμο του. "Δεν μου φάνηκε τρομαχτικό, κάθε άλλο ήσουν τόσο αξιαγάπητη. Ειδικά τώρα που ήσουν και αθόρυβη." είπε και άρχισε να γελάει.

Royal SecretWhere stories live. Discover now