Κεφάλαιο 17

1.4K 147 15
                                    


*.......................*

Ξύπνησα, περίπου, δεν ξέρω πως ή αν με ξύπνησε κάτι. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Δεν υπήρχε κάτι να το φωτίσει. Το φως του φεγγαριού ή αυτό το κεριού. Πήγα να κλείσω πάλι τα μάτια μου και τότε άκουσα ομιλίες. "Είσαι σίγουρος για αυτό;"

Βέβαια αν δεν ήμουν τόσο νυσταγμένη θα καταλάβαινα ποιός ήταν, για την ώρα θα αρκεστώ να ακούσω μόνο την συζήτηση. "Φυσικά. Το λέγαν όλοι. Εσύ θα το πεις;" υπήρχε μια παύση και πάλι υπήρχε ησυχία. "Όχι.-" μετά από εκεί σίγουρα κοιμήθηκα ξανά.

Η μυρωδιά του δάσους πλημμύρισε τις αισθήσεις μου. Πήρα μια βαθιά οι όμορφες μυρωδιές μπήκαν τόσο βαθιά μέσα μου που έγινε ένα με αυτό. "Σου έχω πει πόσο μισώ να με βλέπεις να κοιμάμαι; Είναι τρομαχτικό." του είπα. Έπιασε την μέση μου και με έφερε πιο κοντά του,αν αυτό γινόταν, "Εγώ όμως το απολαμβάνω. Χρόνια πολλά Μία μου." και μου χάιδεψε το πρόσωπο. "Μα μου είπες και χθές, το βράδυ.", "Βρίσκω ευκαιρίες να σε φιλάω." και μου έδωσε άλλο ενα.

Γελάσαμε και γύρισα ανάποδα ώστε να βλέπω το δάσος. Μπορεί όλο το κάστρο να περικυκλώνεται από αυτό μα ήταν έξω! Έτσι τους τελευταίους μήνες το απολαμβάνω όσο μπορώ. Μου αρέσει να είμαι ελεύθερη. Όσο ζούσα κάτω από την ίδια τεράστια στέγη, έπρεπε να κάνω ότι λένε. Κανόνες και άλλοι κανόνες και μην κάνεις αυτό ή το άλλο. Βαρέθηκα να τους ακούω να μονολογούν για την δικιά μου "ασφάλεια". Μόνο εδώ ένιωσα ασφάλεια και αγάπη.

Το κρεβάτι αναταράχτηκε, όταν ο βάρβαρος δίπλα μου σηκώθηκε. "Ας κάτσουμε λίγο ακόμα εδώ. Είναι τόσο ώρα η θέα." τον κοίταξα με τη γνωστή έκφραση "κάνε μου την χάρη" και από ότι φαίνεται έπιασε. Δεν είχε προλάβει να αλλάξει και ξάπλωσε αμέσως πίσω στη πλευρά του. Έφτασε κοντά μου και εκεί που πίστευα πως θά μέ φιλήσει, ψυθήρισε έξι απλές λέξεις: "Νόμιζα ότι θα πηγαίναμε στη πόλη."

Αμέσως πετάχτηκα από το κρεβάτι, ποιος είναι τώρα ο βάρβαρος, σκέφτηκα. "Μα αφού θες να κάτσουμε υποθέτω πως δεν θα πάμε." τον κοίταξα με βλέμμα που θα σκότωνε. "Εντάξει το κατάλαβα! Θα πάμε."

Άρχισε να ντύνεται, μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα. Δεν είχα ρούχα. Έβηξα μια φορά, τίποτα, δύο φορές, τίποτα. Μετά από λίγο γύρισε και με είδε με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά μου να τον κοιτάω. "Ω! Ναι σωστά. Ξέχασα."

Άνοιξε ξανά το ξύλινο σεντούκι του και έβγαλε ένα πράσινο, σμαράγδι φόρεμα. Ψυθήρισα ένα ευχαριστώ και άρχισα να ντύνομαι.
Τώρα όσο και να μου αρέσουν τα φορέματα, δεν μου αρέσει να τα βγάζω μόνη μου. Δεν είχα συνηθίσει έτσι!

Royal SecretWhere stories live. Discover now