Επίλογος

1.5K 172 22
                                    

Ρίτσαρντ

*......................*

Από το πρωί οι ετοιμασίες ήταν ασταμάτητες. Μπορούσες να νιώσεις το άγχος να βγαίνει από όλους. Άρχισα να περπατάω στους διαδρόμους μέχρι να φτάσω στη πόρτα.

Δίπλα μου έβλεπα τις υπηρέτριες να τρέχουν, για να προλάβουν. Έκανα άκρη για να μην πέσουν πάνω μου και συνέχισα το δρόμο μου. Δεν είχα ακόμα συνηθίσει την ζωή εδώ, ναι ακόμα και τώρα, δεν το είχα συνηθίσει.

Μα έπρεπε να μείνω. Είχα την ανάγκη. Μπορούσα να νιώσω πως αυτό θα ήθελε και εκείνη. Μπήκα μέσα από τις πόρτες και στάθηκα μπροστά, εκεί που μου είχαν πει πως θα ήταν η θέση μου.

Μετά από λίγο η αίθουσα είχε αρχίσει να γεμίζει. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Υπερβολικά χαρούμενοι θα έλεγα. Σαν να είχαν ξεχάσει τα πάντα. Ωστόσο όσο ζω δεν πρόκειται να ξεχάσω τίποτα. Δεν έχω σταματήσει να κατηγορώ τον εαυτό μου, από εκείνη την ημέρα. Βασικά κανείς μας. Ο καθένας κατηγορούσε τον εαυτό του, αλλά δεν νομίζω να το ήθελε ούτε αυτό.

Κάθε μέρα που περνούσε πονάγε, αλλά δε πονούσα μόνο εγώ. Πιστεύω πως το χειρότερο είναι ο γονιός να βλέπει το παιδί του να χάνεται μέσα στα χέρια του. Φυσικά ήταν φρικτό να πεθάνουν και οι γονείς σου, μα εσύ θα έχεις όλη την ζωή μπροστά σου να το ξεπεράσεις και να αρχίσεις ξανά την ζωή σου.

Ήταν μήνες ολόκληρους που η Έμμα δεν είχε βγεί έξω από το δωμάτιο της Μία. Έλεγε πως την ένιωθε, την έβλεπε και ήθελε να πάει να την βρει. Όμως όταν μια μέρα ένιωσε τα μικρά κλοτσίματα στη κοιλιά της, κατάλαβε πως έπρεπε να είναι εκεί για το παιδί της.

Κάτι ακόμα που πίστευα και δεν ήμουν ο μόνος ήταν πως αν σκοτώναμε τους βασιλιάδες, θα έιχαμε εμείς με τα χαρίσματα ειρήνη. Μα πολύ σύντομα από τον θάνατο της, κατέλαβαν πως δεν είμασταν απειλή. Υπήρχε ειρήνη. Μπορεί να μην ήξερε ο κόσμος για τις δυνάμεις μας, αλλά δεν μας κυνηγούσαν για αυτό πιά.

Μετά από λίγο ήρθε ο Χένρι και έπειτα ο Γουίλ. Κατά ακρίβεια μετά από πέντε λεπτά. Πέρασαν λιγα χρόνια πριν καταλάβει ο Αλεξάντερ πως ο μικρός του γιός ο Γουίλ ήταν σαν και εμάς. Εκεί ήρθα εγώ. Τον έμαθα να ελέγχει την δύναμη του και μέχρι τώρα ήταν πολύ καλή η δουλειά που έκανε. Τουλάχιστον σταμάτησε να ανατινάζει ότι κρατούσε. Και πάντα μαζί μας ήταν και ο Χένρι. Έμαθε να δέχεται τον αδελφό του και μαζί και όλους τους υπόλοιπους με δυνάμεις.

"Ρίτσαρντ;" γύρισα και κοίταξα τον μικρό πρίγκιπα. "Μικρός" μόνο αυτό δεν ήταν. Ο μικρός διάβολος με είχε φτάσει στο ύψος και ήταν δεκαοχτώ.
Το μυαλό μου είχε ταξιδέψει τόσο που δεν είχα καταλάβει ποτέ η αίθουσα του θρόνου είχε γεμίσει με κόσμο. Απένατι μου καθόταν ο Αλεξάντερ και η Έμμα. Χαμογελούσαν, ήταν χαρούμενοι για αυτό που είχαν και που μετά από πολλά χρόνια θα μπορούσαν να ξεκουραστούν. "Μμμ... επιτέλους φόρεσες κάτι διαφορετικό από μαύρο. Δεν πιάνεται το σκούρο μπλε."
Τον είδα να σκέφτεται. "Όχι δεν πιάνεται." είπα. Έκανε μία κίνηση με το χέρι του και μου ψιθύρισε "Μόλις κέρδισα ένα καινούργιο άλογο, από τον νέο βασιλιά." Τον κοίταξα λίγο περίεργα μέχρι να πούμε σχεδόν μαζί "Στοίχημα." Αυτά τα παιδιά θα μπορούσαν να χαλάσουν ένα ολόκληρο κάστρο για να κερδίσουν σε ένα στοίχημα.

Δεν πρόλαβα να πω κάτι όταν ακούστηκαν οι τρομπέτες. Σηκωθήκαμε πάνω. Γύρισε το κεφάλι μου και είδα τον Χένρι. Φαινόταν αγχωμένος. Η κάπα που φορούσε σερνόταν στο πάτωμα και γύρω από το λαιμό του η άσπρη γούνα. Πόσες φορές είχε γκρινιάξει πως τον ζέστενε, τον έτρωγε.

Όταν έφτασε κοντά στους γονείς του, έβαλε τα γόνατά του στο μαξιλάρι στο πάτωμα και έσκυψε το κεφάλι του. Ο Αλεξάντερ του έδωσε στα χέρια του τη χρυσή σφαίρα και μπορούσα να δω ότι έτρεμε, ξανά. Απλά εύχομαι αυτή τη φορά να μην του πέσει, μετά του έδωσαν το σκήπτρο και στο τέλος του έβαλαν στο κεφάλι το στέμμα. Τον πρόσταξε να σηκωθεί και όλοι μαζί υποκλιθήκαμε στον νέο βασιλιά.

*......................*

Royal SecretWhere stories live. Discover now